Ευθεία επίθεση στις εμπορικές και πολιτικές πρακτικές του Ντόναλντ Τραμπ εξαπέλυσε η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, επισημαίνοντας ότι τα πολλαπλά μέτωπα που έχει ανοίξει ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα καταστήσουν, εν τέλει, την αμερικανική οικονομία πιο ευάλωτη από τους “αντιπάλους” του, καθώς θα έχει περισσότερους δασμούς σε ολόκληρο σχεδόν το φάσμα του εμπορίου από διαφορετικές πηγές.
Όπως αναφέρει σε άρθρο της, που δημοσιεύεται στο blog του ΔΝΤ, η γενική διευθύντρια του Ταμείου υποστηρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να εξελιχθούν στον μεγάλο χαμένο του εμπορικού πολέμου.
«Ενώ όλες οι χώρες θα είναι εν τέλει πιο αδύναμες, η αμερικανική οικονομία θα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη διότι ένα μεγάλο μέρος του εμπορίου της θα υπόκειται σε αντίποινα», σημειώνει η κ. Λαγκάρντ και τονίζει πως «μια μείωση του ΑΕΠ δεν θα είναι το μοναδικό πλήγμα».
Η σκληρή τοποθέτηση της Κριστίν Λαγκάρντ, με τον θεσμικό της ρόλο και από το βήμα του ΔΝΤ αποτελεί μια στιγμή ιδιαίτερης έντασης και στοχεύει να καταδείξει ακριβώς, περισσότερο από τις εγνωσμένες και αναμενόμενες συνέπειες του εμπορικού πολέμου που έχει κηρύξει ο Ντόναλντ Τραμπ. Η τοποθέτηση της γενικής διευθύντριας του Ταμείου και η αναφορά στις εκθέσεις των στελεχών του, καταδεικνύει τη δυσαρμονία που υπάρχει μεταξύ της αμερικανικής πολιτικής και της θεώρησης του ΔΝΤ, με ό, τι αυτό συνεπάγεται.
Κατά τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, εν μέσω των εμπορικών εντάσεων το παγκόσμιο ΑΕΠ θα μπορούσε να μειωθεί κατά 0,5% ή πάνω από 400 δισ., σε σχέση με την τρέχουσα πρόβλεψη για το 2020, επιβεβαιώνοντας και ποσοτικοποιώντας το trump-effect στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία!
Η γενική διευθύντρια του Ταμείου εντοπίζει τις πρώτες αποδείξεις του Trump-effect στην Ευρωζώνη και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου αναφέρει ότι «Η ανάπτυξη έχει ήδη αρχίσει να επιβραδύνεται», ενώ στην ίδια λίστα περιλαμβάνει και την Ιαπωνία, σκιαγραφώντας μια ιδιαίτερα ευρεία εικόνα. Παράλληλα, σημειώνει ότι τα θετικά αποτελέσματα της φορολογικής μεταρρύθμισης για την αμερικανική οικονομία, που υιοθετήθηκε στα τέλη του 2017, μετριάζονται.
«Γενικά, οι αρνητικές επιπτώσεις είναι πιο σημαντικές για την αμερικανική οικονομία απ’ ό,τι για άλλες οικονομίες»,
αναφέρεται στο άρθρο της Κριστίν Λαγκάρντ
Το πρώτο λαμβάνει υπ’ όψιν τους αμερικανικούς δασμούς που ήδη είναι σε ισχύ: 25% στις εισαγωγές χάλυβα, 10% στο αλουμίνιο (από τον Μάρτιο), 25% σε κινεζικές εισαγωγές αξίας 50 δισ. δολαρίων και τα αντίποινα σε βάρος των αμερικανικών προϊόντων (που τέθηκαν σε ισχύ τον Ιούλιο).
Το δεύτερο σενάριο προσθέτει τους επιπλέον αμερικανικούς δασμούς 10% σε κινεζικές εισαγωγές αξίας 200 δισ. δολαρίων, που προβλέπονται για τον Σεπτέμβριο.
Το τρίτο ενσωματώνει τους αμερικανικούς δασμούς 25% στις εισαγωγές αυτοκινήτων και τα αντίποινα που μπορεί να επιβληθούν στο τέλος του καλοκαιριού ή του φθινοπώρου.
Το τελευταίο σενάριο ενσωματώνει επίσης κι άλλα στοιχεία, όπως η επιδείνωση της εμπιστοσύνης σε συνδυασμό με τη μείωση των επενδύσεων κυρίως στους τομείς της μεταποίησης.
Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι στις τρεις πρώτες περιπτώσεις, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αντίποινα από όλες τις πλευρές, ενώ άλλες οικονομίες θα μπορούσαν να αναδιοργανώσουν τις εμπορικές τους ροές, αποφεύγοντας τις ΗΠΑ.
Στο τελευταίο σενάριο, το πιο απαισιόδοξο, μεταξύ των οικονομιών που επηρεάζονται, το αμερικανικό ΑΕΠ θα μπορούσε να επηρεαστεί κατά 0,8% τον πρώτο χρόνο, ενώ ακολουθούν η αναδυόμενη Ασία (-0,7%), η Λατινική Αμερική και η Ιαπωνία (-0,6%). Η Γαλλία και ο υπόλοιπος κόσμος θα μπορούσαν να χάσουν περίπου το 0,3%.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι στο άρθρο της η γενική διευθύντρια του Ταμείου αναφέρεται επίσης σε αντισταθμιστικές ενέργειες που θα μπορούσαν να έχουν ευεργετικά αποτελέσματα μεσοπρόθεσμα, αναγνωρίζοντας σε αυτό το πλαίσιο τμήματα της ατζέντας του Ντόναλντ Τραμπ:
Μέσα από την κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων, τώρα κινδυνεύουμε να χάσουμε τον ορίζοντα. Όπως είπα πρόσφατα, το μέλλον του εμπορίου είναι το μέλλον των δεδομένων. Ο εκσυγχρονισμός των εμπορικών κανόνων για την αντιμετώπιση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και η υιοθέτηση καινοτόμων συμφωνιών για το ηλεκτρονικό εμπόριο και τις ψηφιακές υπηρεσίες πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο των εμπορικών συζητήσεων. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη συνάντηση της G-20 για να περάσουν από τον εμπορικό πόλεμο των δασμών στην ανάπτυξη πολυμερών λύσεων που θα βελτιώσουν το παγκόσμιο σύστημα συναλλαγών.