Ο Τραμπ κατάφερε με δυο λέξεις να αποκαλύψει -μετά από καιρό- το χάσμα που χωρίζει τον Λευκό Οίκο από τις δομές της αμερικανικής εξουσίας, ενώ παράλληλα βρέθηκε στο στόχαστρο Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ και ταυτόχρονα ανάγκασε τους λιγοστούς συμμάχους που του έχουν απομείνει να “κρυφτούν στα καταφύγια”.
Μετά από τις συγκρούσεις στο πλαίσιο του G7, την απαξίωση του NATO, την κήρυξη εμπορικού πολέμου στην Κίνα και την αναγγελία γενικευμένης σύρραξης με την Ευρώπη, ο Ντόναλντ Τραμπ αναζήτησε νέο σύμμαχο στο πρόσωπο του προαιώνιου εχθρού των ΗΠΑ, της Ρωσίας.
Τα συμπεράσματα της χθεσινής Συνόδου Κορυφής στο Ελσίνκι προστίθενται σε αυτά της Συνόδου του NATO και του G7 επιβεβαιώνοντας ότι στόχος του Ντόναλντ Τραμπ είναι η ανατροπή του διεθνούς γεωπολιτικού status quo και αντικατάστασή του από ένα γεωοικονομικό δόγμα με πολιτικές απολήξεις.
Η στάση του Ντόναλντ Τραμπ, όμως, υποβαθμίζει περαιτέρω το NATO, ενισχύοντας την ανασφάλεια συμμάχων των ΗΠΑ, ολοκληρώνοντας έτσι το πλαίσιο της πίεσης για την αύξηση των αμυντικών δαπανών από τις χώρες μέλη της Συμμαχίας.
Οι δύο ηγέτες απέφυγαν να θέσουν τα ακανθώδη ζητήματα κατ αντιπαράσταση και επέλεξαν τη λογική της βήμα, βήμα προσέγγισης, διατηρώντας διαύλους ανοιχτούς και την πολυτέλεια ελιγμών, κανείς δεν προσήλθε, ή τουλάχιστον δεν διατυμπάνισε άκαμπτες θέσεις και δεν χάραξε κόκκινες γραμμές.
Στο πλαίσιο μάλιστα αμοιβαίων κινήσεων εδραίωσης εμπιστοσύνης ο πρόεδρος των ΗΠΑ κατάφερε να σβήσει με δύο λέξεις τα φράγματα που είχαν υψώσει οι υπηρεσίες πληροφοριών, το FBI και το Κογκρέσο λέγοντας ότι “δεν ξέρω αν τα πιστεύω” αναφερόμενος στα στοιχεία για εμπλοκή της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές.
Η ρητορική και η στάση του Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσαν έντονη αντιπαράθεση στην Ουάσιγκτον. Ο πρώην διευθυντής της CIA Τζον Μπρέναν δήλωσε ότι η συμπεριφορά του Τραμπ
«ξεπέρασε το όριο ανάμεσα στο πλημμέλημα και το έγκλημα. Ηταν ξεκάθαρα προδοτική». Ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ, χαρακτήρισε «απερίσκεπτες, επικίνδυνες και αδύναμες» τις δηλώσεις του, ενώ η Νάνσι Πελόζι, επικεφαλής της μειοψηφίας στη Βουλή, αναρωτήθηκε «με τι κρατάει τον Τραμπ ο Πούτιν;».
Αλλά και στις γραμμές των Ρεπουμπλικανών, οι φωνές διαμαρτυρίες ήταν ισχυρές. Ο γερουσιαστής Αριζόνας Τζεφ Φλέικ χαρακτήρισε «επονείδιστες» τις δηλώσεις του προέδρου, ενώ ο πρόεδρος της Βουλής, Πολ Ράιαν, του συνέστησε «να αντιληφθεί ότι η Ρωσία είναι αντίπαλος» των ΗΠΑ, προσθέτοντας ότι
«δεν υπάρχει αμφιβολία»για την παρέμβασή της στις εκλογές του 2016. Ειρωνική ήταν η τοποθέτηση της Χίλαρι Κλίντον, μέσω Twitter. «Θαυμάσιο Μουντιάλ. Ερώτηση για τον πρόεδρο Τραμπ καθώς θα συναντά τον Πούτιν: Ξέρεις για ποια ομάδα παίζεις;».
Για τους εταίρους και συμμάχους των ΗΠΑ στα διεθνή φόρα η συνάντηση Πούτιν και Τραμπ δεν έβγαλε είδηση, καθώς η δημιουργία λαϊκιστικού άξονα, ήταν γνωστή και οι συνέπειες έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται αισθητές.
Ενδεικτικές του κλίματος είναι οι δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας ο οποίος απηχώντας παλαιότερες τοποθετήσεις της Άγκελα Μέρκελ και του τις θέσεις του Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, διαμήνυσε ότι «δεν μπορούμε να βασιζόμαστε πλέον απεριόριστα στον Λευκό Οίκο».
Ο Τραμπ μίλησε ανοιχτά και για τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Ρωσίας για την προμήθεια της ΕΕ σε φυσικό αέριο, καθώς και για την “έντονη συνομιλία” που είχε με την Άγκελα Μέρκελ επί του θέματος, αναγνωρίζοντας έτσι ένα από τα πεδία ανταγωνισμού με τη Ρωσία, την οποία έχει εκ των προτέρων τοποθετήσει σε καλύτερη μοίρα από την Ευρώπη, έναντι των ΗΠΑ.
Ερωτηθείς, κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου, για τη ρωσική ανάμειξη στις αμερικανικές εκλογές του 2016, ο Τραμπ απάντησε πως ο διευθυντής της CIA τον ενημέρωσε σχετικά, αλλά ο ίδιος διατηρεί τις αμφιβολίες του.
«Δεν βλέπω κανένα λόγο να έχει ανακατευτεί»
η Ρωσία, δήλωσε, για να προσθέσει:
«Ο πρόεδρος Πούτιν ήταν εξαιρετικά ισχυρός και κατηγορηματικός στη διάψευσή του»
Από την πλευρά του, ο Ρώσος πρόεδρος χαρακτήρισε «ανοησίες» τις σχετικές αιτιάσεις. Οταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο αν επιθυμούσε να νικήσει ο Τραμπ στην αναμέτρησή του με τη Χίλαρι Κλίντον, απάντησε ευθέως «ναι, το ήθελα, γιατί τασσόταν υπέρ της ομαλοποίησης των αμερικανορωσικών σχέσεων».
Ο Ντόναλντ Τραμπ αναιρώντας την αμερικανική εξωτερική πολιτική ανέλαβε απριόρι μεγάλο -ίσως το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης- για το χαμηλό επίπεδο των διμερών σχέσεων, αποδίδοντας ωστόσο τις ευθύνες στον προκάτοχό του, Μπαράκ Ομπάμα.
Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε κάνει σαφείς τις διαθέσεις του από νωρίς, αρκετές ώρες πριν από τη συνάντηση στη φινλανδική πρωτεύουσα. Με μήνυμα στο Twitter, έριξε στη δική του χώρα την ευθύνη για τη βύθιση των σχέσεων με τη Μόσχα σε ψυχροπολεμικά επίπεδα.
«Η σχέση μας με τη Ρωσία ποτέ δεν ήταν χειρότερη εξαιτίας πολλών χρόνων ανοησίας και βλακείας από πλευράς ΗΠΑ, με τελευταίο δείγμα το κυνήγι μαγισσών»
– δηλαδή, τις έρευνες του ανεξάρτητου ανακριτή Ρόμπερτ Μιούλερ για τις σχέσεις του επιτελείου του με τη Μόσχα. Μόλις την περασμένη Παρασκευή, ο Μιούλερ απήγγειλε κατηγορίες εναντίον 12 Ρώσων πρακτόρων για παραβίαση των αρχείων του Δημοκρατικού Κόμματος κατά την προεκλογική περίοδο.
Με τον τρόπο αυτό ο Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί μια ακόμη επίδειξη ισχύος στο εσωτερικό, απαξιώνοντας τον ειδικό εισαγγελέα του FBI που ερευνά τις σχέσεις του με τη Ρωσία και δημιουργώντας τετελεσμένα.
Οπως αναμενόταν, από τη χθεσινή, πρώτη (έστω και άτυπη) σύνοδο κορυφής Τραμπ – Πούτιν δεν προέκυψαν θεαματικά, χειροπιαστά αποτελέσματα. Ο Ρώσος πρόεδρος πρότεινε να αρχίσουν συζητήσεις ανάμεσα στις δύο πυρηνικές υπερδυνάμεις για την επέκταση της συμφωνίας START περί μείωσης των πυρηνικών όπλων, ενώ εξέφρασε την επιθυμία του να συζητήσει με τις ΗΠΑ τις ανησυχίες του για τις αντιπυραυλικές ασπίδες που εννοούν να κατασκευάσουν, όπως και για το πρόγραμμα στρατιωτικοποίησης του Διαστήματος.