Παράθυρο ευκαιρίας για την απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών φαίνεται ότι ανοίγει τις τελευταίες ώρες και μετά την ολοκλήρωση της Συνόδου Κορυφής του NATO, καθώς η νέα κυβέρνηση αναλαμβάνοντας τα ηνία επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με την ΕΕ, θέλοντας να απεξαρτηθεί από τη διελκυστίνδα Μόσχας-Ουάσιγκτον και να ενισχύσει τις πιθανότητες σταθεροποίησης της οικονομίας.
Την κινητικότητα προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να αναγνωρίζουν ολοένα και περισσότεροι πολιτικοί παράγοντες στην Ελλάδα, ενώ αντίστοιχες πληροφορίες έρχονται και από την Άγκυρα μέσω πολλαπλών διαύλων επικοινωνίας, επισημαίνοντας ότι θέμα είναι σε θετική τροχιά και ότι η τουρκική προεδρία έχει τη βούληση που απαιτείται για να θέσει τις διμερείς σχέσεις σε νέα τροχιά.
Υπάρχουν πάντα βέβαια πολλοί παράγοντες που θα μπορούσαν να υποσκάψουν την προοπτική αυτή, ωστόσο οι δύο ηγέτες φαίνεται να συμφώνησαν σε χειρισμό του θέματος σε υψηλό επίπεδο ώστε να αποφευχθούν αστοχίες και παγίδες.
Υπ αυτό το πρίσμα φαίνεται ότι πλέον είναι θέμα ημερών να κινηθούν οι απαραίτητες νομικές διαδικασίες που θα ανοίξουν το δρόμο για τον επαναπατρισμό των δύο Ελλήνων.
Οι πρώτες ενδείξεις δόθηκαν από τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε μετά την ολοκλήρωση της Συνόδου Κορυφής του NATO και τη δίωρη συνάντηση με τον Ταγίπ Ερντογάν, δήλωσε απαντώντας σε σχετική ερώτηση ότι:
“τα λόγια μου είναι μετρημένα, ωστόσο πρέπει να σας πω ότι βγαίνοντας από τη συνάντηση έχω περισσότερες ελπίδες, απ’ ότι μπαίνοντας στη συνάντηση αυτή”
Εν συνεχεία τη σκυτάλη πήρε ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας Φώτης Κουβέλης, ο οποίος επισήμανε ότι για πρώτη φορά ο Ταγίπ Ερντογάν δεν συνέδεσε άμεσα το ζήτημα της κράτησης των δύο Ελλήνων με τους οκτώ Τούρκους λέγοντας χαρακτηριστικά:
«Βεβαίως είναι η πρώτη φορά που δεν συνέδεσε, άμεσα τουλάχιστον, όπως έπραττε τις προηγούμενες φορές, την αποφυλάκιση και την επιστροφή τους στην πατρίδα με την παράδοση των 8 Τούρκων, οι οποίοι προσέφυγαν στη χώρα μας και ζήτησαν άσυλο σύμφωνα με το εθνικό μας Δίκαιο, το Δίκαιο της Ευρώπης και το Διεθνές Δίκαιο. Θέλω να πιστεύω ότι μέσα από τις συστηματικές, τις έντονες προσπάθειες που καταβάλλονται από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, ότι πρέπει να φιλοδοξούμε και να ελπίζουμε ότι τα δύο στρατιωτικά μας στελέχη σύντομα θα επιστρέψουν στην πατρίδα»,
Όλων αυτών είχαν προηγηθεί δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Μελβούτ Τσαβούσογλου, στις 6 Ιουλίου, οι οποίες αν και “διαβάστηκαν” ως προκλητικές από τα ελληνικά και τουρκικά media, εν τούτοις είχαν βαθύτερα νοήματα και υποδόρια μηνύματα, καθώς αφού επανέλαβε αυτό που πάγια -πλέον υποστηρίζει η Τουρκία, ότι δηλαδή
«η ελληνική κυβέρνηση ήθελε να τους επιστρέψει στην Τουρκία»
εν συνεχεία κατέβασε τους τόνους, αναγνώρισε και διαχώρισε την πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης και ενέπλεξε την Ευρώπη:
«Η Ελλάδα αρχικά είχε προσπαθήσει πολύ για να μας τους επιστρέψει αλλά υπήρξαν πιέσεις από τη Δύση. Η Δικαιοσύνη το μπλόκαρε. Ήταν υπό μεγάλη πίεση»,
με τον τρόπο αυτό, αν και φαίνεται εμπρηστικός, στην ουσία απεξαρτά την υπόθεση των οκτώ Τούρκων από τις διμερείς σχέσεις, άρα και την υπόθεση των δύο Ελλήνων, καλλιεργώντας το έδαφος για διαφορετικό χειρισμό.
Ταυτόχρονα όμως, η Άγκυρα συνεχίζει να επιζητά την έξωθεν καλή μαρτυρία και ο Ταγίπ Ερντογάν διεθνή νομιμοποίηση την οποία του στέρησαν ακόμα και στην ορκωμοσία του, καθώς δεν παρέστησαν ηγέτες της ΕΕ, διαμηνύοντάς του με αυτό τον τρόπο ότι απαιτούνται βήματα από την πλευρά του, πρώτα.
Διαβάζοντας αυτή τη στάση ο Ταγίπ Ερντογάν προσήλθε στη Σύνοδο του NATO θέλοντας να ρίξει γέφυρες, για το λόγο αυτό και συναντήθηκε με τον Έλληνα πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, την Καγκελάριο της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ, τον Ντόναλντ Τραμπ και τον πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζουζέπε Κόντι.
Εν συνεχεία και άμα την επιστροφή του στην Τουρκία, ο Ταγίπ Ερντογάν διαρρέει σενάρια οφελημάτων που ισχυρίζεται ότι κέρδισε από τη συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό. Βέβαια, οι διαρροές είναι μονοδιάστατες και ο Τύπος στην Τουρκία απόλυτα ελεγχόμενος, συνεπώς δεν αναδεικνύεται η άλλη πλευρά.
Η στρατηγική αυτή όμως, δείχνει την αγωνιώδη προσπάθεια του Ταγίπ Ερντογάν να καλλιεργήσει έδαφος “σπέρνοντας” κέρδη από την Ελλάδα, ώστε να περιορίσει το ήδη διαχειρίσιμο πολιτικό κόστος της απέλασης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, ενώ μετά την επιστροφή του από τις Βρυξέλλες δήλωσε ότι:
Με τον Αλέξη Τσίπρας συμφωνήσαμε να κάνουμε και οι δύο προσπάθεια, με καλή πρόθεση,
ενώ μιλώντας σε δημοσιογράφους φέρεται να είπε ότι μιλώντας με τον Αλέξη Τσίπρα:
“εκείνος στέκεται στο θέμα των 2 Ελλήνων στρατιωτικών που παραβίασαν τα σύνορα στην Αδριανούπολη. Συμφωνήσαμε λοιπόν να κάνουμε προσπάθεια με καλή πρόθεση προκειμένου να διευθετήσουμε αυτά τα ζητήματα”.
θέση που αυτομάτως προσδιορίζει τη στάση που θα τηρήσει τελικά η τουρκική Δικαιοσύνη.
Τούτων δοθέντων, δεν είναι τυχαία και η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα που ξεκαθάρισε ότι:
“δεν ζητάμε ειδική μεταχείριση, αλλά κινηθούν οι νομικές διαδικασίες που θα οδηγήσουν εν τέλει στην απελευθέρωσή τους”.
Η τοποθέτηση αυτή του Έλληνα πρωθυπουργού αφήνει παράλληλα ανοιχτό το ενδεχόμενο αναγνώρισης της αξιοπιστίας και ανεξαρτησίας της τουρκικής Δικαιοσύνης, εφόσον σε ένα τόσο ευαίσθητο, ουσιαστικό και υψηλής σημειολογικής αξίας θέμα, όπως χαρακτηριστικά είπε ο Αλέξης Τσίπρας τηρηθούν οι κανόνες του διεθνούς Δικαίου. Έτσι μπορεί σε δεύτερη φάση και σε μεταγενέστερο χρόνο να τεθούν ζητήματα που έθεσε με παρέμβασή της η Ντόρα Μπακογιάννη, προοπτική που όμως διαψεύδεται από παράγοντες με άριστη γνώση των εξελίξεων.
Οι παράγοντες αυτοί σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες που αντιμετωπίζει η τουρκική οικονομία, με την κατάρρευση της λίρας, την εκτόξευση του πληθωρισμού, τον πολλαπλασιασμό του εξωτερικού χρέους και την ασφυκτική πίεση που δημιουργεί το κλίμα διεθνούς απομόνωσης, ενισχύουν το σενάριο απεμπλοκής της διαδικασίας απελευθέρωσης των δύο Ελλήνων.
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση επιμένει σε χαμηλούς τόνους, χωρίς διαρροές θέλοντας να περιορίσει την ανάμειξη των media που -σε τέτοιες περιστάσεις- ενισχύουν τον κίνδυνο παρερμηνειών και την αβεβαιότητα.