Η αμυντική (πολεμική) βιομηχανία αναδεικνύεται σε λοκομοτίβα εξαγωγών και εισροής κεφαλαίου για τα Βαλκάνια, τα οποία μετά από δεκαετίες οικονομικής καχεξίας και παραμένοντας σε απόσταση από ευρωπαϊκή οικογένεια, έχουν μετατραπεί σε μεγαλέμποροι όπλων προς τις εμπόλεμες ζώνες της Μέσης Ανατολής.
Τροφοδοτώντας τη Σαουδική Αραβία, το Αφγανιστάν, την Αλγερία, ακόμα και την Τουρκία με όπλα, οι χώρες των Βαλκανίων αποκτούν ενεργό ρόλο σε διαμάχες που αν και πολύ μακριά από τα δικά τους σύνορα παράγουν τεράστιες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, οι οποίες με τη σειρά τους απειλούν να αποασταθεροποιήσουν την Ευρώπη.
Όπως προκύπτει από έκθεση του ( SEESAC,η Σαουδική Αραβία αποτελεί τον βασικό αγοραστή παρωχημένων οπλικών συστημάτων από τα Βαλκάνια, τάση που επιβεβαιώνεται και από την προσπάθεια -που τελικά απέτυχε- να αγοράσει παλαιού τύπου βλήματα από την Ελλάδα.
Η Σαουδική Αραβία, έχοντας ανοιχτό το μέτωπο της Υεμένης αλλά και επιχειρώντας να αναβαθμίσει τον γεωπολιτικό της ρόλο στην περιοχή αγοράζει παράλληλα υψηλού επιπέδου οπλικά συστήματα από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία και παράλληλα δεύτερης κατηγορίας “αναλώσιμα” από τα Βαλκάνια, καθώς οι μεγάλοι παίχτες δεν θέλουν να “λερώσουν τα χέρια τους με αίμα”
Η τάση αυτή, όμως αυτή δεν περιορίζεται στη Σαουδική Αραβία αλλά εκτείνεται σε πολλές από τις χώρες της περιοχής, ενώ φτάνει μέχρι και στην Άπω Ανατολή, στο Αφγανιστάν.
Τα Βαλκάνια έχουν αναχθεί σε προτιμητέο εμπορικό εταίρο των χωρών της Μέσης και Άπω Ανατολής, καθώς όντας εκτός της ΕΕ δεν δεσμεύονται από τις ίδιες πολιτικές. Παράλληλα, στις ταλανισμένες από μακρόχρονη οικονομική δυσπραγία χώρες ευδοκιμούν η μαύρη οικονομία και οι εγκληματικές οργανώσεις.
Το Γραφείο για τον έλεγχο των φορητών όπλων και του ελαφρού οπλισμού στη Νοτιοανατολική και Ανατολική Ευρώπη που έχει ιδρύσει ο ΟΗΕ, αναφέρει ότι όπλα αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων διοχετεύονται στις αγορές της Μέσης Ανατολής συμβάλλοντας στη συνέχιση και κλιμάκωση τοπικών συγκρούσεων, από το Αφγανιστάν μέχρι την Τουρκία.
Όπως αναφέρει η έκθεση οι εξαγωγές όπλων από την Αλβανία, τη Σερβία, την πΓΔΜ, τη Βοσνία και το Μαυροβούνιο ανήλθαν στα 514,6 εκατ. ευρώ το 2016, σημειώνοντας αύξηση 12% συγκριτικά με το 2015.
Οι άδειες που εκδόθηκαν όμως αφορούσαν συνολικά οπλικά συστήματα αξίας 1,15 δισ., όμως εξ αυτών μόλις το 44% τελικά χρησιμοποιήθηκε.
Το 2016 η Αλβανία πούλησε όπλα αξίας 1,28 εκατ, ενώ στα 1,13 εκατ. ανήλθαν οι πωλήσεις του Μαυροβουνίου και 1,21 εκατ. της πΓΔΜ.
Τις μεγαλύτερες πωλήσεις που έφτασαν στα 406,6 εκατ. πραγματοποίησε η Σερβία, ενώ ακολούθησε η Βοσνία με 104,3 εκατ.
Πάνω από το 50% των πωλήσεων αφορούν τον κωδικό ML3 της ΕΕ, που σημαίνει εξαγωγές πυρομαχικών, ενώ το 15,59% του συνολικού όγκου των εξαγωγών αφορούσε οπλικά συστήματα και ανταλλακτικά, 8,49% βόμβες, τορπίλες, πυραύλους και ρουκέτες.
Επίσης, το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών, 187,6 εκατ. διοχετεύθηκαν στη Μέση Ανατολή, ενώ στη λίστα των αγοραστών ακολουθούν η ΕΕ με 54,6 εκατ. και η Βόρεια Αμερική με 72 εκατ.
Το νέο στοιχεία στην έκθεση όμως είναι το ενδιαφέρον που άρχισε το 2016 να εκδηλώνει η Τουρκία για όπλα από τα Βαλκάνια, τάση που αναμένεται να κλιμακωθεί καθώς η ΕΕ έχει επιβάλλει άτυπο εμπάργκο πωλήσεων όπλων προς την Άγκυρα λόγω του πογκρόμ κατά των Κούρδων στη Συρία και το Ιράκ.