Η οικονομική ευημερία δεν μετριέται πλέον με βάση την ανάπτυξη του ΑΕΠ ή του κατά κεφαλήν ΑΕΠ καθώς αυτά κρίνονται ανεπαρκή όταν πρόκειται για τα νοικορυιά και όχι για την μεγάλη εικόνα.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η έρευνα να επικεντρώνεται ολοένα και περισσότερο στο εισόδημα των νοικοκυριών, με μεγαλύτερη έμφαση στην ανισότητα των εισοδημάτων. Ένα πρόσφατο έγγραφο του ΟΟΣΑ ανέλυσε τη διανομή του πλούτου των νοικοκυριών σε 28 χώρες και διαπίστωσε ότι η ανισότητα των περιουσιακών στοιχείων είναι διπλάσια από το επίπεδο της εισοδηματικής ανισότητας κατά μέσο όρο.
Ένα από τα βασικά ευρήματά του ήταν ότι το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών κατέχει το 52% του συνολικού πλούτου των νοικοκυριών κατά μέσο όρο. Αντίθετα, τα 60 τοις εκατό λιγότερο πλούσια νοικοκυριά κατέχουν μόνο το 12 τοις εκατό. Η κατάσταση είναι μακράν η χειρότερη στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών κατέχουν το 79% του πλούτου. Το κατώτατο 60% των αμερικανικών νοικοκυριών κατέχουν μόνο το 2,4% του πλούτου των νοικοκυριών.
Η κατάσταση είναι η ίδια στην Ευρώπη, όπου το χάσμα ανισότητας είναι ιδιαίτερα ευρύ σε ορισμένες χώρες. Στις Κάτω Χώρες, το 68% του πλούτου ανήκει στο 10% των νοικοκυριών, ενώ στη Δανία το ποσοστό είναι 64%. Ο ΟΟΣΑ διαπίστωσε ότι και στις δύο χώρες το μερίδιο του πλούτου που κατέχει το κατώτατο 60% των νοικοκυριών είναι αρνητικό, που σημαίνει ότι κατά μέσο όρο έχουν υποχρεώσεις που υπερβαίνουν την αξία των στοιχείων του ενεργητικού τους.