Τα προβλήματα που δημιουργούν οι διαρκείς αναπροσαρμογές του θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου για τα NPE’s-NPL’s στις τράπεζες, επισήμανε ως βασικό παράγοντα ανασφάλειας που μπορεί δυνητικά να υποσκάψει την αποτελεσματικότητα των business plans για τη μείωση των κόκκινων δανείων, η γενική γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Χαρούλα Απαλαγάκη, μιλώντας στο banking forum της ΕΕΔΕ.
Μιλώντας γενικότερα για το ρυθμιστικό πλαίσιο σε ευρωπαϊκό επίπεδο επισήμανε έχουμε μία ακατάπαυστη μεταβλητότητα σε ό,τι αφορά και την βιώσιμη ανάπτυξη και τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, γεγονός που δημιουργεί ένα βαθμό ανασφάλειας και ρευστότητας και υποχρεώνει τις τράπεζες σε διαρκή προσαρμογή. Η ρύθμιση δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός, αλλά θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην συμβολή των τραπεζών στην ανάπτυξη με κοινωνικό αντίκτυπο, υπογράμμισε.
Παρ’ όλα αυτά η κ. Απαλαγάκη εξέφρασε την αισιοδοξία ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν τεθεί μέχρι το 2019.
Όπως επισήμανε, η δημιουργία του μεγάλου ύψους των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην χώρα μας δεν οφείλεται κατά κύριο λόγο στην «γενναιόδωρη στρατηγική πιστωτικής επέκτασης που ακολούθησαν οι τράπεζες» για μια μακρά περίοδο πριν την κρίση- όπως συνηθίζεται να υποστηρίζεται – αλλά είναι συνέπεια οριζόντιων κινήσεων που δεν προήλθαν από τις τράπεζες, και καλλιέργησαν την κουλτούρα της μη πληρωμής
Αναφερόμενη στα αποτελέσματα που έχουν σύγχρονα εργαλεία για την αντιμετώπιση προβλημάτων που δημιούργησαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο επιχειρείν, όπως ο εξωδικαστικός μηχανισμός, είπε ότι δεν ευσταθούν απόψεις ότι το τραπεζικό σύστημα δεν τα στήριξε. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει η προσέλευση και η αποδοχή από πλευράς επιχειρήσεων που θα ήταν επιθυμητή δεν οφείλεται στις τράπεζες που στήριξαν με ενθουσιασμό την προσπάθεια, παρατήρησε.
Για την επιστροφή των τραπεζών στην κερδοφορία η κ. Απαλάγακη σημείωσε μεταξύ άλλων ότι η συνέχιση της προϋποθέτει περαιτέρω ανάπτυξη και νέες πιστώσεις. Η ίδια έκανε ιδιαίτερη αναφορά στα νέα κριτήρια που πρέπει να υιοθετούνται στον τομέα των χρηματοδοτήσεων και ειδικότερα στο κριτήριο της βιώσιμης ανάπτυξης προκειμένου να δοθούν νέα δάνεια.
Αναφορικά με την επιστροφή καταθέσεων είπε ότι έχει ανακτηθεί περίπου το 9% όσων έφυγαν (περίπου 14,6 δισ. ευρώ) , μια τάση που θα συνεχιστεί με αποτέλεσμα να επιστραφεί περίπου το 30% σε ορίζοντα τριετίας.
H γ.γ. της ΕΕΤ έκανε τέλος αναφορά και στις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο που συνδέονται με τον ανταγωνισμό των τραπεζών με τους καλούμενους τρίτους παίκτες ιδιαίτερα στον τομέα των πληρωμών, επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να γίνεται με ισότιμους όρους εποπτείας για όλους.