Κινήσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το προοίμιο κυβερνητικής κρίσης ή θρυαλλίδα ανατροπής του κοινοβουλευτικού status quo, κάνει ο Πάνος Καμμένος, προδίδοντας πανικό, μια μέρα μετά τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, από την έναρξη της οποίας “μυστηριωδώς” απείχε.
Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε νωρίς το πρωί, αναφέρθηκε στη συμφωνία των Πρεσπών για την ονομασία της ΠΓΔΜ, τονίζοντας ότι «δεν πρόκειται να επιτρέψουμε να προχωρήσει η συμφωνία, χωρίς την άποψη του ελληνικού λαού», γνωρίζοντας απριόρι ότι το οπλοστάσιο είναι περιορισμένο, γεγονός που εντάσσει τη σκλήρυνση στάσης απέναντι στη συμφωνία σε στρατηγική ex post επικοινωνιακής και πολιτικής διαχείρισης.
«Δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαδικασία στο ΝΑΤΟ, αν δεν τελειώσει το δημοψήφισμα στην ΠΓΔΜ, και αν δεν περάσει η συμφωνία από την ελληνική Βουλή»,
είπε χαρακτηριστικά ο κ. Καμμένος, ενώ συνεχίζοντας ξεκαθάρισε ότι:
«Δηλώνω ξεκάθαρα, αναλαμβάνω την ευθύνη, ότι δεν θα έρθει σε κύρωση η συμφωνία με τα Σκόπια στη Βουλή αν δεν αποφασίσει ο ελληνικός λαός, εκτός αν η συμφωνία έρθει με 180 βουλευτές. Οταν λέω να ερωτηθεί ο λαός, αυτό γίνεται με δημοψήφισμα ή εκλογές».
Η διατύπωση αυτή, σε συνέχεια δηλώσεών του για αποχώρηση από την κυβέρνηση εφόσον η συμφωνία κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή, δημιουργεί την αίσθηση της άρσης της ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση.
Ωστόσο, τεχνικά και νομικά, ο Πάνος Καμμένος και οι διαφωνούντες με τη συμφωνία δεν μπορούν να επηρεάσουν τις δρομολογημένες εξελίξεις, καθώς ακόμα και να αποσύρει τους υπουργούς του και τη στήριξή του στην κυβέρνηση όταν θα έρθει προς κύρωση η Συμφωνία των Πρεσπών, υπάρχουν ήδη ικανές εφεδρείες που μπορούν να τη στηρίξουν ώστε να ψηφιστεί.
Αυτό αποδεικνύεται καθώς σε μια αποστροφή του λόγου του ο Πάνος Καμμένος, χαρακτήρισε τη συμφωνία Τσίπρα- Ζάεφ “κακή” και δήλωσε ότι
“θα προσπαθήσω να την μπλοκάρω”.
Όπερ σημαίνει, ότι γνωρίζει ότι ακόμα κι αν καταψηφίσει ή άρει τη στήριξή του στην κυβέρνηση, την κρίσιμη στιγμή, δεν θα έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει τις βουλές του.
Αν και σε μια πρώτη ανάγνωση η ρητορική και η ένταση που διοχετεύει, με την πληθωρική προσωπικότητά του ο Πάνος Καμμένος, εγείρουν ανησυχίες για τη σταθερότητα της κυβέρνησης, σε μια ενδελεχή εξέταση, η στάση του εμφορείται από την ανάγκη πολιτικής επιβίωσης του ιδίου και του κομματικού του σχηματισμού, ο οποίος κλυδωνίζεται.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η ηχηρή διαφοροποίησή του φαίνεται ότι γίνεται κατανοητή στο Μαξίμου και τον ΣΥΡΙΖΑ, όπου τα πιο εκπαιδευμένα πολιτικά μάτια έχουν εξ αρχής διαμηνύσει ότι οι διαδρομές που θα επέτρεπαν την αναπαραγωγή του 1965 έχουν φράξει.
Τώρα μάλιστα, μετά την πρόταση μομφής που απέτυχε, το οπλοστάσιο της αντιπολίτευσης έναντι της κυβέρνησης είναι περιορισμένο, καθώς δεν μπορεί να κατατεθεί νέα για διάστημα έξι μηνών και συνεπώς η κυβέρνηση αν φέρει τη συμφωνία στη Βουλή εντός του 6μηνου μπορει να την περάσει χρησιμοποιώντας “εφεδρείες” και επιτρέποντας τόσο στον Πάνο Καμμένο και τη ΝΔ την πολυτέλεια της διαφωνίας.
Από την άλλη πλευρά ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται πιο προετοιμασμένος για τη διαχείριση των κλυδωνισμών που έχουν ανακύψει από τη Συμφωνία των Πρεσπών, καθώς διαθέτει στη Βουλή “εφεδρείες”, τις οποίες όμως δεν αξιοποιεί απριόρι.
Επίσης, πλέον υπάρχουν και νέα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό, καθώς η αποχώρηση του Ποταμιού από το Κίνημα Αλλαγής, επ αφορμής της σύγκρουσης για το Σκοπιανό, δημιουργεί συνθήκες εν δυνάμει ανατροπής του κυβερνητικού status quo, κάτι που ωστόσο δεν αποτελεί πρώτη επιλογή τόσο για τον Αλέξη Τσίπρα όσο και για τον Σταύρο Θεοδωράκη, καθώς αμφότεροι προάγουν το σενάριο της πολιτικής συνεννόησης και της ad hoc κοινοβουλευτικής συνεργασίας, σε μια tit-for-tat λογική.
Αν και ήδη από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ έχουν γίνει συζητήσεις για την πιθανότητα ενίσχυσης της κυβερνητικής πλειοψηφίας με βουλευτές του Ποταμιού, η δήλωση του κ. Σπύρου Δανέλλη, του πιο ανοιχτά υποστηρικτικού προς την κυβέρνηση βουλευτή του Ποταμιού, ότι εάν φύγει από το κόμμα του θα παραδώσει την έδρα, έβαλαν φρένο στις συζητήσεις αυτές.