Σε περίοδο πολιτικής αστάθειας έχει εισέλθει η Γερμανία με αφορμή το προσφυγικό-μεταναστευτικό και πρώτο ορόσημο τις Ευρωεκλογές, καθώς η ακροδεξιά πιέζει ασφυκτικά, έχοντας καρπωθεί την παρατεταμένη οικονομική κρίση και εργαλειοποιώντας τη μετανάστευση, τουλάχιστον σε πρώτη φάση.
Ο Ζέεχοφερ χαρακτήρισε ανεπαρκείς τις συμφωνίες Μέρκελ σε ευρωπαϊκό επίπεδο αντιπαραθέτοντας την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της δράσης σε εθνικό επίπεδο, θέση που δεν αποδέχεται η καγκελάριος υπό το φόβο της πρόκλησης ντόμινο στην ΕΕ, που θα είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των φυγόκεντρων τάσεων, οι οποίες θα προκαλούσαν έμφραγμα στη διαδικασία εμβάθυνσης σε ΕΕ και Ευρωζώνη.
Παρ’ όλα αυτά, η πτώση της κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού, στην οποία συμμετέχουν τα δύο χριστιανοδημοκρατικά κόμματα (CSU-CDU) και οι Σοσιαλδημοκράτες, θεωρείται δύσκολο, αλλά πλέον όχι απίθανο σενάριο. Ήδη ο Ζεεχόφερ, μετά τη μαραθώνια συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματός του, επιβεβαίωσε ότι εξέφρασε την πρόθεση να παραιτηθεί τόσο από το υπουργείο Εσωτερικών–ώστε να μην μπορέσει να τον καθαιρέσει η Μέρκελ, όπως φέρεται να είπε–όσο και από την προεδρία της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU).
Μετά από οκτώ ώρες διαβουλεύσεων η συνεδρίαση της CSU διεκόπη και ο Ζέεχοφερ αποσύρθηκε για ιδιαίτερες συνομιλίες με τον επικεφαλής της Κ.Ο. Αλεξάντερ Ντομπρίντ και τον γ.γ. του κόμματος Μάρκους Μπλούμε. Μέχρι τις πρώτες πρωϊνές ώρες της Δευτέρας δεν είχε γίνει γνωστό το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων.
Μια αποχώρηση Ζέεχοφερ θα μπορούσε να σηματοδοτήσει το τέλος του κυβερνητικού συνασπισμού υπό την Άνγκελα Μέρκελ. Πάντως ο Αλεξάντερ Ντομπρίντ φέρεται να έχει δηλώσει ότι “δεν μπορεί να αποδεχθεί” την παραίτηση Ζέεχοφερ.
Σύμφωνα με το Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων το πρωί της Δευτέρας θα υπάρξει και μία “τελευταία επαφή” μεταξύ Μέρκελ και Ζέεχοφερ σε μια προσπάθεια να διασωθεί η συνοχή του κυβερνητικού συνασπισμού. “Εμείς από την πλευρά μας καναμε ό,τι μπορούσαμε” δηλώνει ο υπουργός Οικονομίας και έμπιστος συνεργάτης της Μέρκελ, Πέτερ Άλτμαιερ.
Αν δεν υπάρξει συμβιβασμός in extremis, το βαυαρικό κόμμα δεν θα έχει πλέον άλλες επιλογές παρά είτε να αποχωρήσει από την κυβέρνηση, ή να πυροδοτήσει τις εξελίξεις.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, ο υπουργός Εσωτερικών θα μπορούσε να επιβάλλει τις επαναπροωθήσεις στα σύνορα με μονομερή του απόφαση. Αλλά η καγκελάριος στην περίπτωση αυτή θα καρατομήσει τον υπουργό της, πράγμα που θα πυροδοτούσε την αποχώρηση της CSU από τον συνασπισμό και το τέλος της κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού», καθώς θα έχανε την πλειοψηφία των εδρών στην Μπούντεσταγκ. Αυτό θα σήμαινε την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Εκτός εάν η καγκελάριος κατάφερνε να παραμείνει στην εξουσία για κάποιο καιρό, επικεφαλής μιας κυβέρνησης μειοψηφίας με συμμάχους μόνο τους σοσιαλδημοκράτες, ή επικεφαλής μιας πιο ευρείας κυβέρνησης με τη συμμετοχή των Πρασίνων.
To background της κρίσης
Η οικονομική κατάσταση στη Γερμανία είναι εμφανώς καλύτερη από την υπόλοιπη Ευρώπη, ωστόσο η είσοδος του AfD στη Βουλή για πρώτη φορά είναι ενδεικτική της δυσαρέσκειας στην κοινωνία για τις μεγάλες εισοδηματικές διαφορές στο εσωτερικό, τις οποίες εν μέρει αποδίδουν στη διεθνιστική πολιτική και στην ΕΕ.
Πολιτικά, η ψήφος στις Ευρωεκλογές είναι πάντα πιο “χαλαρή” από την ψήφο στις εθνικές εκλογές, καθώς χρησιμοποιείται και ως ψήφος διαμαρτυρίας προς την κυβέρνηση, ωστόσο, σε αυτή τη φάση η άνοδος της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση στην Ιταλία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Τσεχία έχει ήδη οδηγήσει στην υιοθέτηση της ατζέντας της από τον συντηρητικό καγκελάριο Κουρτς στην Αυστρία και τον επικεφαλής του CSU και υπουργό εσωτερικών, Χορστ Ζέεχοφερ στη Γερμανία, υπό την απειλή του AfD και τις επέκτασης του αδελφού CDU, της Άγκελα Μέρκελ.
Η Μέρκελ έχει όμως να αντιμετωπίσει και τη δεξιά πτέρυγα του CDU, η οποία συμπαρίσταται στον Ζέεχοφερ, καθώς εμφορείται από το αίσθημα ότι η καγκελάριος κατά τα 13 χρόνια διακυβέρνησης της χώρας μετακίνησε υπερβολικά τη συντηρητική παράταξη προς το κέντρο.
Παράλληλα όμως, η ακροδεξιά ατζέντα επιδοτείται πολιτικά από δυνάμεις εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αποδεικνύουν οι αποκαλύψεις της Washington Post για την πρόταση Τραμπ στον Μακρόν να αποχωρήσει η Γαλλία από την ΕΕ, που θα σήμαινε πρακτικά τη διάλυσή της. Αποκορύφωμα, μέχρι στιγμής, αποτελούν οι δηλώσεις του υπουργού Εσωτερικών της Ιταλίας, δέχθηκε ότι υπάρχει διεθνής συνεργασία λαϊκιστών, στην οποία συμμετέχει.
Η μετάλλαξη συντηρητικών κομμάτων και σχηματισμών ώστε να παρέχουν κάλυψη στην ακροδεξιά και να αποφευχθεί ο πλήρης εκτροχιασμός, δρα εκφυλιστικά στη φυσιογνωμία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, αποσταθεροποιητικά στην Ευρώπη και παρέχει άλλοθι στη συστηματοποίηση της ακροδεξιάς, με άγνωστες συνέπειες στον χαρακτήρα της Ευρώπης και στην ποιότητα της Δημοκρατίας.
Η ενδοκυβερνητική σύγκρουση για το ζήτημα των προσφύγων και των μεταναστών στη Γερμανία οδεύει να μετατραπεί σε κυβερνητική κρίση, τρία χρόνια μετά την απόφαση που πήρε η καγκελάριος της χώρας Άνγκελα Μέρκελ να άρει τις πύλες και η χώρα της να υποδεχθεί εκατοντάδες χιλιάδες αιτούντες άσυλο.
Πιόνι ο Ζέεχοφερ
Ο υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζέεχοφερ έθεσε ως προμετωπίδα το προσφυγικό-μεταναστευτικό με στόχο όχι να αναγκάσει τη Μέρκελ σε μια συντηρητική στροφή αλλά θέλοντας να υποσκάψει την αποτελεσματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποδεικνύοντας ότι δεν μπορεί να λάβει μέτρα εφάμιλλα της εθνικής πολιτικής. Το ίδιο, άλλωστε, επιδιώκει και ο Ματέο Σαλβίνι από την Ιταλία, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινούνται οι παρεμβάσεις των χωρών του V4.
Ενώ λοιπόν η κυβερνητική κρίση στη Γερμανία δείχνει να αφορά τη συντηρητική στροφή του CSU, στην πραγματικότητα αφορά την προσπάθεια επιβολής της εθνικής ατζέντας επί των ευρωπαϊκών ισορροπιών, τη στιγμή μάλιστα που η Άγκελα Μέρκελ κινείται στην κατεύθυνση εμβάθυνσης της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
Η σύγκρουση
Εκδηλώθηκε στα μέσα Ιουνίου, όταν ο υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ, πρόεδρος του συντηρητικού βαυαρικού κόμματος της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU), είδε το σχέδιο που ήθελε να παρουσιάσει για την αυστηροποίηση της πολιτικής της χώρας ως προς το άσυλο να απορρίπτεται από την καγκελάριο Μέρκελ. Η επικεφαλής της γερμανικής κυβέρνησης εναντιώνεται σε ένα από τα πιο εμβληματικά μέτρα που εισηγήθηκε ο υπουργός της: την προβλεπόμενη επαναπροώθηση στα γερμανικά σύνορα των μεταναστών και των προσφύγων που έχουν καταγραφεί ήδη σε άλλη χώρα μέλος της ΕΕ. Η κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού», που σχηματίστηκε έπειτα από πολλές δυσκολίες τον Μάρτιο, αποτελείται από το CSU, τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) της καγκελαρίου και τους σοσιαλδημοκράτες.
Ο υπουργός δεν εννοεί να υποχωρήσει. Έδωσε τελεσίγραφο στην καγκελάριο: απείλησε να επιβάλει επαναπροωθήσεις στα σύνορα με υπουργικό διάταγμα στις αρχές Ιουλίου εάν δεν λαμβάνονταν ισοδύναμα, πολύ περιοριστικά, μέτρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Από την πλευρά της, η καγκελάριος αρνήθηκε να υποκύψει στην απαίτηση της επαναπροώθησης των μεταναστών και των προσφύγων, φοβούμενη ότι θα ακολουθούσε ντόμινο παρόμοιων κινήσεων σε όλη την Ευρώπη. Ο Βαυαρός υπουργός θεωρεί ανεπαρκή τα αποτελέσματα της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και απαιτεί να ληφθούν μέτρα σε εθνικό επίπεδο.
Η γερμανική αριστερά από την άλλη καταγγέλλει ένα «πραξικόπημα της δεξιάς» στη Γερμανία. Πολλά γερμανικά ΜΜΕ ταυτόχρονα διακρίνουν στην επίθεση αυτή την έλευση του «Τραμπισμού» στη χώρα. Η CSU, η οποία τάσσεται υπέρ του δόγματος «πρώτα η Γερμανία» σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό, εξεγείρεται επίσης εξαιτίας του ότι πλησιάζουν οι κρατιδιακές εκλογές στη Βαυαρία τον Οκτώβριο, όταν σύμφωνα με δημοσκοπήσεις ενδέχεται να απολέσει την απόλυτη πλειοψηφία της εξαιτίας της ανόδου της αντιμεταναστευτικής άκρας δεξιάς, του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).