Θετικά διακείμενη φαίνεται η JP Morgan απέναντι στη συμφωνία που επιτεύχθηκε για το ελληνικό χρέος στο Eurogroup, εστιάζοντας στον αντίκτυπο της καθαρής εξόδου χωρίς την πρόσθετη on demand πιστοληπτική γραμμή.
Όπως επισημαίνει σε ανάλυσή του ο επενδυτικός οίκος, παρότι οι περισσότερες από τις επιμέρους αποφάσεις ήταν εν πολλοίς ευθυγραμμισμένες με τις προσδοκίες του οίκου, η έκταση της ελάφρυνση χρέους με την οποία επιβραβεύτηκε η χώρα είναι «δίκαια γενναιόδωρη», ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη την μακρόχρονη αντίσταση της Γερμανίας.
Ο οίκος επισημαίνει το σφιχτό πλαίσιο εποπτείας και την ευεργετική του επίδραση στο προφίλ και την αξιοπιστία της χώρας απέναντι στις αγορές.
Κατά την εκτίμηση του οίκου η 10ετης επέκταση ωρίμανσης και περιόδου χάριτος στα δάνεια του ESFSF είναι ένα σημαντικό βήμα για να εξασφαλιστεί όχι μόνο μεσοπρόθεσμα (σ.σ. που ούτως ή άλλως είχε εξασφαλιστεί ως το 2023 με άλλα μέτρα) αλλά και μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα χρέους. Δεν αναφέρεται όμως στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, η οποία μένει να εξεταστεί το 2032!
Με βάση τις εκτιμήσεις της JP Morgan ήταν το ελάχιστο μέγεθος που απαιτούνταν ώστε να γίνει εφικτό το χρέος να πέσει κάτω από το 100% του ΑΕΠ το 2060, αν και με βάση αισιόδοξες εκτιμήσεις των ευρωπαίων για πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2% του ΑΕΠ για σειρά δεκαετιών.
«Πιστεύουμε ότι δείχνει την προθυμία των ευρωπαίων τόσο να δώσουν στην Ελλάδα μια καλή εκκίνηση για ισχυρότερη ανάκαμψη όσο και να επιτρέψουν στο ΔΝΤ να κάνει μια ευνοϊκή εκτίμηση, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, κάτι που με τη σειρά του μπορεί να είναι ουσιαστικής σημασίας για να επηρεαστεί θετικά το επενδυτικό αίσθημα».
Ο οίκος είχε σύσταση «overweight» στα ελληνικά πενταετή ομόλογα πριν τη συνεδρίαση και όπως τονίζει εξακολουθεί να βλέπει αξία στο να παραμείνει με αυτή τη σύσταση παρά την μείωση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων κατά 30-40 μονάδες βάσης την περασμένη εβδομάδα.
Σημειώνει ότι το μαξιλάρι ρευστότητας καλύπτει τις ανάγκες για σχεδόν δυο χρόνια και δεν υπάρχει έτσι πίεση εξόδου στην αγορά με μια έκδοση που θα λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς «benchmark». Εκτιμά ότι η χώρα θα περιμένει να μειωθούν οι έντονες διακυμάνσεις στην αγορά και θα προχωρήσει στη συνέχεια, πιθανά το τρίτο ή το τέταρτο τρίμηνο του έτους.