Να επιλέξει στρατηγική διεύρυνσης, μοντέλο κατανομής ισχύος και νέα σχέση με το NATO εντός 48 ωρών αναγκάζεται η Ευρώπη, καθώς η Γαλλία και η Ολλανδία επιλέγουν να προβάλλουν ενστάσεις για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την πρωτίστως με την Αλβανία και δευτερευόντως με την πΓΔΜ, τη στιγμή που η διαδικασία φαινόταν δρομολογημένη.
Οι γνωστές από καιρό αντιδράσεις της Γαλλίας και άλλων χωρών στη διεύρυνση της ΕΕ αναδεικνύονται τώρα σε μείζονα προβλήματα απαιτώντας επιτακτικά λύση, ενώ οι καθυστερήσεις αυξάνουν τον κίνδυνο απαξίωσης της ΕΕ και απώλειας εμπιστοσύνης, με τη “βοήθεια” πάντα της καλά οργανωμένης ρωσικής προπαγάνδας, η οποία βρίσκει πρόσφορο έδαφος ακόμα και στα mainstream ελληνικά media, καθώς επενδύει πάνω σε υφιστάμενους πολιτικές αντιπαλότητες. Ενδεχόμενη αποτυχία, όμως, θα αποτελέσει de facto νίκη του Τραμπ που επιτίθεται λυσσαλέα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα με στόχο όχι να το αποσαθρώσει, αλλά να το αποδυναμώσει.
Τα media στην Ελλάδα αντιλαμβάνονται ως όψιμες τις αντιδράσεις της Γαλλίας, προβάλλοντας εικαζόμενες ανησυχίες για ενίσχυση των μεταναστευτικών ροών, ως τη βάση των ενστάσεων, παραγνωρίζοντας ή ακόμα και αγνοώντας τις βαθιές ρίζες της αντιπαράθεσης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα πεδίο κοινωνικού ανταγωνισμού και πολιτικής δυστροπίας που στην πραγματικότητα δεν υφίσταται.
Η Γαλλία παραδοσιακά ανησυχεί για την απόσταση που χωρίζει τις υπό ένταξη χώρες με την Ευρώπη σε τομείς όπως η Δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η θεσμική λειτουργία, χάσμα που έγινε αντιληπτό μετά την ένταξη των νέων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, και αποτελεί έκτοτε ανοιχτή πληγή για την ΕΕ.
Οι αντιδράσεις στη Γαλλία, που τραβούν τη Γερμανία ένα βήμα πίσω όμως, μπορεί να ανοίξουν ακόμα μεγαλύτερα μέτωπα, καθώς αντανακλώνται ως δεύτερες σκέψεις της Ευρώπης, για την ενταξιακή προοπτική των Βαλκανίων και ως τέτοιες γίνονται μοχλός πίεσης της κοινής γνώμης στα χέρια της Μόσχας, η οποία έχει διαμορφωμένα και ισχυρά δίκτυα παραπληροφόρησης στις βαλκανικές χώρες. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να υποσκάψει εύθραυστες κυβερνήσεις και να εξελιχθεί σε τροχοπέδη της δυναμικής μεταρρυθμίσεων, την οποία επιθυμεί να ενδυναμώσει με τη στάση του το Παρίσι.
Επίσης, δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι παρά τη διακηρυγμένη βούληση της Γαλλίας για περισσότερη Ευρώπη, ήταν τελικά η ίδια μαζί με την Ολλανδία και την Ιρλανδία που απέρριψαν το Ευρωσύνταγμα και γύρισαν την Ευρώπη αρκετά βήματα πίσω.
Η Ευρώπη πιεζόμενη από τη Ρωσική βουλιμία, τον αναθεωρητισμό του Τραμπ, την τουρκική προκλητικότητα και τις παράλληλες και διαδοχικές κρίσεις αναγκάζεται σε βίαιη ωρίμανση, καθώς για να υπάρξει πρέπει να γίνει αυτόνομος πόλος, προοπτική για την οποία δεν άρχισε να ετοιμάζεται παρά λίγο πριν την εκλογή Τραμπ και με το Brexit.
Η νέα πραγματικότητα όμως, καθιστά τον Ευρωστρατό αναγκαιότητα, δημιουργώντας απόσταση με το NATO, το οποίο αποκομμένο και υποτιμημένο και από τον Ντόναλντ Τραμπ, έχει εναποθέσει την επιβίωσή του στην αυτονόμησή του και την επιδίωξη του μετώπου με τη Ρωσία όπου αυτό πραγματώνεται. Η στρατηγική αυτή όμως έχει περισσότερες επιπλοκές για την Ευρώπη, η οποία καλείται να χαλιναγωγήσει το “pitbull” του οποίου την αλυσίδα έκοψαν οι ΗΠΑ, ενώ βρίσκεται μπροστά στη ρωσική αρκούδα.
Παλιές πληγές
Γαλλία και Γερμανία έχουν και στο παρελθόν διαφωνήσει στη λογική του δόγματος διεύρυνσης, καθώς το Βερολίνο αντιλαμβάνεται τη γεωπολιτική και γεωοικονομική προοπτική, ενώ το Παρίσι εστιάζει στα power dynamics εντός της Ένωσης και την κατανομή ισχύος, που άπτεται της εγγύτητας με τις υπό ένταξη χώρες. Το γερμανικό μοντέλο εφαρμόστηκε στην διεύρυνση προς Ανατολάς, επιτυγχάνοντας την ενίσχυση του γεωστρατηγικού βάθους της ΕΕ. Τώρα όμως, επιβεβαιώνονται οι φόβοι της Γαλλίας για την ανάπτυξη φυγόκεντρων τάσεων που πλήττουν την προοπτική ενοποίησης και αποδυναμώνουν το κοινό όραμα.
Για αρκετό καιρό η Γερμανία αποτέλεσε ιδανικό διαχειριστή και “σάκο του μποξ” για τις διαφωνίες, τις διαφορετικές προσεγγίσεις και τις ενστάσεις των νέων χωρών, ισορροπία που πλέον έχει ανατραπεί, καθώς το Βερολίνο απέτυχε να ισχυροποιήσει τους δεσμούς των νέων χωρών με την ΕΕ, να προωθήσει τις ευρωπαϊκές αξίες στις κοινωνίες των χωρών αυτών και εν τέλει να δημιουργήσει πραγματικές συγκλίσεις.
Αντ’ αυτού τα τελευταία χρόνια εκδηλώνονται αποσχιστικές τάσεις, η προσέγγιση χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αρχικά με τα Ρωσία και εσχάτως με τον Τραμπ, αποδεικνύει την έλλειψη ικανών συνεκτικών κρίκων και δομών και αναγκάζει την ΕΕ να βασίζεται απλά στις δικλείδες ασφαλείας.
Το Παρίσι, αγόμενο από το άγχος της Γαλλίας να παραμείνει στον πυρήνα της ΕΕ και να ελέγξει τη δυναμική της, που για χρόνια είχε χάσει, επιμένει τώρα στην επανεξέταση της στρατηγικής διεύρυνσης, υποστηρίζοντας ότι η γεωγραφική ομαδοποίηση των Βαλκανίων, δεν ωφελεί, κάτι που αποδείχθηκε στην Ανατολική Ευρώπη. Αντ’ αυτού η γαλλική διπλωματία προωθεί την ad hoc αξιολόγηση των χωρών, με βάση την ετοιμότητά τους.
Η Γερμανική Bundestag προσπαθώντας να κατευνάσει τις γαλλικές ανησυχίες έλαβε την Παρασκευή απόφαση να υποστηρίξει μια πιθανή υποψηφιότητα της ΠΓΔΜ στην Ε.Ε., τονίζοντας ότι αυτό θα πρέπει να γίνει υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις.
Ανάλογη είναι και η στάση των Ολλανδών κοινοβουλευτικών, όπου τις προηγούμενες ημέρες, στη συντριπτική πλειονότητά τους, εξέφρασαν την ευθεία άρνησή τους για την ενταξιακή προοπτική της Αλβανίας, διαχωρίζοντάς την από την ΠΓΔΜ.
Στην πραγματικότητα με τον τρόπο αυτό επικρατεί το γαλλικό μοντέλο, στρατηγική που δημιουργεί όμως ανασφάλεια στις χώρες των Βαλκανίων, οι οποίες έχουν ήδη δει την πόρτα της ΕΕ να κλείνει απέναντί τους, στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν. Τότε, όμως η Ρωσία ήταν ακόμη εσωστρεφής και δεν είχε διάθεση να εμπλακεί σε ευρύ γεωστρατηγικό ανταγωνισμό.
Τώρα η Μόσχα δεν άγεται από τη διάθεση να αμφισβητήσει την αμερικανική πρωτοκαθεδρία, όσο κι αν αυτό περνάει προς τα έξω, αλλά από την πρόθεσή της να αποτελέσει τον προτιμητέο εταίρο των ΗΠΑ στην περιοχή και το στρατηγικό εταίρο για την ασφάλεια στην Ευρασία. Για να το επιτύχει αυτό ο Βλάντιμιρ Πούτιν καλλιεργεί μεθοδικά εστίες στις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ, επιδοτεί τις φυγόκεντρες τάσεις στην Ένωση, παρουσιάζοντας τη Ρωσία ως πιο ομογενοποιημένο, καλύτερο ελεγχόμενο και στρατηγικά ασφαλέστερη χώρα.
Την ίδια στιγμή με τη θέση της, η Γαλλία, φαίνεται να ζητά από χώρες που επιβιώνουν για χρόνια ξεχασμένες στο ευρωπαϊκό περιθώριο, να σταθούν μόνες τους στα πόδια τους, να ενδυναμωθούν, να αναλάβουν πρωτοβουλίες και μετά να χτυπήσουν την πόρτα της ΕΕ.
Το μοντέλο αυτό όμως θα είχε αποτελεσματικότητα αν επρόκειτο για την Ελβετία, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο του γεωπολιτικού ανταγωνισμού NATO-Ρωσίας. Τα Βαλκάνια όμως όταν αντιμετωπίζονται αποσπασματικά γεννούν παραδοσιακά περισσότερους κινδύνους.
Μέχρι προσφάτως ο κίνδυνος που αντιμετώπιζε η Ευρώπη, ήταν απομακρυνόμενη από τη Γιάλτα να προσεγγίσει τις Βερσαλίες, τώρα όμως και με τη νέα στάση των ΗΠΑ, η διεύρυνση με την ένταξη των Βαλκανίων αποτελεί μια άκρως υπαρξιακή πρόκληση αντίστοιχη της Ρώμης.
Η διαδικασία και η πίσω πόρτα
Η γαλλική προσέγγιση καθιστά την Αλβανία τροχοπέδη για την ένταξη της πΓΔΜ, γι’ αυτό και πιθανή αποσύνδεση των υποψηφιοτήτων Τιράνων-Σκοπίων είναι κρίσιμη, χωρίς ωστόσο να μπορούν να προβλεφθούν με ασφάλεια οι επιπλοκές στην ευρύτερη περιοχή, καθώς ενδεχόμενη αναζωπύρωση του αλβανικού εθνικισμού θα μπορούσε να αποδυναμώσει όχι μόνο την κυβέρνηση Ράμα αλλά και του Ζάεφ.
Από την άλλη πλευρά η Ιταλία και η Κομισιόν επιμένουν στην ολιστική προσέγγιση των Βαλκανίων. Πρακτικά, πάντως, όπως φαίνεται και από τη γραπτή εντολή της Μπούντεσταγκ προς τη γερμανική κυβέρνηση για στήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της ΠΓΔΜ, οι καλές εξελίξεις για τα Σκόπια την ερχόμενη Παρασκευή δεν θα είναι η ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αλλά ένα βήμα πριν από αυτό. Δηλαδή, η δέσμευση των Βρυξελλών ότι όταν τα Σκόπια ολοκληρώσουν το σύνολο των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται κατά τη διαδικασία της λεγόμενης αναλυτικής εξέτασης του ευρωπαϊκού κεκτημένου (το λεγόμενο screening), τότε θα λάβει ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Εν ολίγοις, προτού ανοίξει οποιοδήποτε κεφάλαιο, η κυβέρνηση στα Σκόπια θα πρέπει να έχει απτά αποτελέσματα στην επαναφορά της πλήρους ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, στη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης και στην καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος σε όλα τα επίπεδα, εν ολίγοις περιλαμβανομένων ανώτερων αξιωματούχων αλλά και πολιτικών προσώπων. Ισως αυτή η τελευταία πρόβλεψη να είναι και η πλέον εύκολη, αν όχι ευχάριστη, για τον κ. Ζάεφ, καθώς σε αυτήν εμπίπτουν δεκάδες στελέχη των κυβερνήσεων του Νίκολα Γκρούεφσκι κατά την προηγούμενη δεκαετία. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατορθώσει την επόμενη Παρασκευή να δώσει το πράσινο φως στην ΠΓΔΜ, θα εγκαινιάσει παράλληλα και την πιο αυστηρή, έως τώρα, διαδικασία στις μέχρι σήμερα ενταξιακές διαπραγματεύσεις.
Σήμερα στις Βρυξέλλες ο Νίκος Κοτζιάς θα υπογράψει και θα καταθέσεις τις δύο επιστολές προς Ε.Ε. και ΝΑΤΟ, στις οποίες η Ελλάδα θα δεσμεύεται να μη θέσει εμπόδια στην πορεία της ΠΓΔΜ (οι επιστολές θα αναφέρονται σε αυτό, το προσωρινό όνομα και όχι στο «Βόρεια Μακεδονία») προς τους δύο οργανισμούς, υπό την αίρεση, βεβαίως, ότι οι γείτονες θα ολοκληρώσουν τα επόμενα δύο βήματα. Οπως είναι γνωστό, αφού ξεπεράσουν τις εσωτερικές, διαδικαστικές μάλλον, παρά ουσιαστικές, δυσκολίες που συνδέονται με την άρνηση του προέδρου της ΠΓΔΜ Γκιόργκι Ιβάνοφ να υπογράψει το νομοσχέδιο της συμφωνίας, ο κ. Ζάεφ θα πρέπει να προχωρήσει σε δημοψήφισμα και έπειτα σε συνταγματική αναθεώρηση, η οποία απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων στη Βουλή της γειτονικής χώρας.
Η πίσω πόρτα για την Αλβανία
Τα Τίρανα, σε συνεργασία με την Αθήνα, κατάφεραν να περιορίσουν τις αντιδράσεις απέναντί τους, αποδεχόμενα, ατύπως, το σχέδιο Τουσκ για το προσφυγικό, το οποίο προβλέπει την ίδρυση Κέντρου Κράτησης και Διαλογής προσφύγων και μεταναστών, μιας και για την ώρα η Αλβανία αποτελεί χώρα του NATO και ανήκει γεωγραφικά στην Ευρώπη, όχι όμως στην ΕΕ.
Μιλώντας στην αλβανική σύνταξη της DW ο αυστριακός κυβερνητικός εκπρόσωπος Πέτερ Λάουνσκι-Τίφενταλ επιβεβαίωσε ότι διεξάγονται συνομιλίες με διάφορες χώρες, ανάμεσά τους και η Αλβανία. Από την πλευρά του ο Έντρι Φούγκα σύμβουλος του αλβανού πρωθυπουργού, δήλωσε στην DW ότι δεν υπάρχει σχετικό αίτημα ή συνομιλίες. Η αντιπολίτευση έχει ωστόσο διαφορετική άποψη και κατηγορεί την κυβέρνηση ότι το μόνο που επιδιώκει είναι μια γρήγορη ένταξη στην ΕΕ με αντάλλαγμα τη δημιουργία προσφυγικών καταυλισμών.
Στα θετικά της «αλβανικής λύσης» συγκαταλέγεται ότι η Αλβανία δεν ανήκει στην ΕΕ. Κατά συνέπεια δεν ισχύουν κανόνες της ΕΕ, όπως το Σέγκεν ή ο Κανονισμός του Δουβλίνου. Η Αλβανία ωστόσο είναι μέλος του ΝΑΤΟ και κατά συνέπεια διατηρεί στενούς δεσμούς με τη Δύση σε ζητήματα ασφαλείας.
Παράλληλα η Αλβανία έχει εμπειρία στη διαχείριση προσφυγικών κρίσεων. Την περίοδο 1998-1999 δέχθηκε στο έδαφός σχεδόν 1 εκατομμύριο Κοσοβάρους, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, τότε, το Κοσσυφοπέδιο. Εκτός αυτού το 2015 στο απόγειο της προσφυγικής κρίσης η Αλβανία κατασκεύασε προσφυγικούς καταυλισμούς, οι οποίοι ωστόσο δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ. Αλβανικά μέσα μεταδίδουν ότι λόγω της υπάρχουσας υποδομής είναι εφικτή η υποδοχή αρκετών χιλιάδων ανθρώπων. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Λιβύη, η Αλβανία είναι μια ασφαλής χώρα στο κατώφλι της ΕΕ. Και επειδή θέλει να ενταχθεί στην ΕΕ προτίθεται να σεβαστεί θεμελιώδης ευρωπαϊκές αρχές, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Μια ενδεχόμενη συμφωνία με την Αλβανία θα αποκλιμάκωνε την αντιπαράθεση Μέρκελ-Ζέεχοφερ στους κόλπους των γερμανών συντηρητικών. Η επιλογή της Αλβανίας θα ικανοποιούσε τον γερμανό υπ. Εσωτερικών, ο οποίος τάσσεται υπέρ των κέντρων υποδοχής εκτός ΕΕ. Ο επικεφαλής των Χριστιανοκοινωνιστών θα μπορούσε να καρπωθεί την «αλβανική λύση» και να την εξαργυρώσει στις επικείμενες τοπικές εκλογές στη Βαυαρία. Και έτσι θα έληγε «αναίμακτα» η κρίση μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) που απειλεί να τινάξει στον αέρα την κυβέρνηση συνασπισμού στο Βερολίνο.