Πέρασαν τον πήχη των stress tests της Fed και οι 35 συστημικά κρίσιμες αμερικανικές τράπεζες, που συνεπάγεται ότι δεν υπάρχουν συστάσεις για ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, γεγονός που αποτελεί σαφή βελτίωση εν συγκρίσει με το προηγούμενο έτος.
Ωστόσο, στις αγορές προκαλεί ανησυχία η προοπτική χαλάρωσης του θεσμικού και εποπτικού πλαισίου των τραπεζών, γεγονός που θα επιτρέψει δυνητικά την ανάδυση φαινομένων που ταλαιπώρησαν επί χρόνια τις ΗΠΑ και έπληξαν την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Τα stress tests έδειξαν ότι οι 35 μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας, οι οποίες ελέγχουν το 80% του ενεργητικού του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού κλάδου, διαθέτουν ισχυρή κεφαλαιακή βάση και «μαξιλάρια» ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν σε μία ραγδαία επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών, αλλά και να συνεχίσουν να παράσχουν χρηματοδότηση.
Οι θετικές επιδόσεις σημαίνουν ότι οι περισσότερες εξ αυτών θα λάβουν την ερχόμενη εβδομάδα, ύστερα και από έναν δεύτερο γύρο αποτελεσμάτων, το πράσινο φως για αύξηση των μερισμάτων, που καταβάλλουν στους μετόχους. Δύο κορυφαίοι της Wall Street, η Goldman Sachs και η Morgan Stanley, πέρασαν πάντως με χαμηλή βαθμολογία τον πρώτο γύρο, οπότε δεν είναι βέβαιο εάν θα περάσουν τον πήχυ στον δεύτερο.
Οι τράπεζες, που συμμετείχαν στην άσκηση, εμφανίζουν κατά μέσο όρο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας CET 1 αρκετά υψηλό, στο 12,3%. Στο δυσμενέστερο σενάριο ο δείκτης αυτός θα υποχωρούσε στο 7,9%, σε επίπεδα δηλαδή κάτα πολύ υψηλότερα του κατώτατου ορίου, που έχει τεθεί στο 4,5%. Ωστόσο τα περσινά τεστ είχαν δείξει ακόμη πιο ισχυρή κεφαλαιακή βάση, με τον δείκτη να υποχωρεί στο δυσμενές σενάριο στο 9,2%.
Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας όμως είναι μια από τις πολλές και πλέον όχι η κύρια παράμετρος βάσει των οποίων αξιολογούνται οι τράπεζες, καθώς η εφαρμογή των κριτηρίων της Βασιλείας ΙΙΙ έχει φέρει στο προσκήνιο τη ρευστότητα, το ρίσκο και την ποιότητα του ενεργητικού και παθητικού.