Αν και το Σκοπιανό αναδεικνύεται σε καταλύτη εξελίξεων στο εγχώριο πολιτικό σύστημα, το σκηνικό που αντιμετωπίζουν τα κόμματα και η κοινωνία σήμερα δεν οικοδομήθηκε τώρα, αντιθέτως έχει προδιαγραφεί από καιρό, παραδοχή που καθιστά τις κινήσεις των κομμάτων και της κυβέρνησης αναμενόμενες και τα σενάρια “ασκήσεις επί χάρτου”.
Από τα media δίδεται η χροιά του αιφνιδιασμού και της ανατροπής των πολιτικών συσχετισμών, αίσθηση όμως που δεν επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα και το ιστορικό, καθώς το Σκοπιανό αποτελεί αναδυόμενη κρίση, πριν από την εκλογή του Ζόραν Ζάεφ στην πρωθυπουργία καθώς βρίσκεται στο επίκεντρο του γεωπολιτικού ανταγωνισμού NATO-Ρωσίας για τη διαμόρφωση σφαιρών επιρροής στα Βαλκάνια.
Συνεπώς, οι κινήσεις επ αφορμής του Σκοπιανού δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα αντίδρασης ή αντανακλαστικών αλλά να εντάσσονται σε ευρύτερους πολιτικούς σχεδιασμούς με στόχο την αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος στην προοπτική των τριών διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων το 2019.
Τα στοιχήματα του Μητσοτάκη
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη η εργαλειοποίηση του Σκοπιανού εντάσσεται στο γενικότερο πλάνο για εδραίωση της πολιτικής του κυριαρχίας τόσο στην κεντρικό πολιτική σκηνή, όσο και εντός του κόμματος.
Παράλληλα υποβάλλοντας πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης, ο αρχηγός της ΝΔ, στοχεύει στην ανάκτηση της πρωτοβουλίας στη διαδικασία αναδιάταξης του εγχώριου πολιτικού σκηνικού. Ανεβάζοντας τους τόνους για το Σκοπιανό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέγει να πολώσει το κλίμα και να θέσει κόμματα και πολιτικό προσωπικό απέναντι στην κοινωνία, εκμεταλλευόμενος τα εθνικά και εθνικιστικά αντανακλαστικά συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων.
Η επιλογή, από την αντιπολίτευση, του Σκοπιανού ως θρυαλλίδας εξελίξεων είναι ενδεικτική της πρόθεσης για την κεφαλαιοποίηση δημοσκοπικών κερδών και την κατοχύρωση του ελέγχου του χώρου της άκρας Δεξιάς. Παράλληλα όμως αποκαλύπτει ότι η ηγετική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας δεν ελέγχει ούτε το κόμμα, ούτε τον μηχανισμό και με τέτοιες κινήσεις επιχειρεί να τον αναλάβει. Ταυτόχρονα, θέτοντας το συγκεκριμένο θέμα ως προμετωπίδα της αντιπολιτευτικής γραμμής, υποβαθμίζεται η οικονομία (καθαρή έξοδος, ελάφρυνση χρέους), κίνηση που αν μη τι άλλο εξυπηρετεί την κυβέρνηση.
Επιβάλλοντας τον ετερόκλητο κυβερνητικό σχηματισμό των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε πρώιμο stress test, τη στιγμή που σύμφωνα με τον οδικό χάρτη το Σκοπιανό θα έρθει προς ψήφιση σε 6-12 μήνες ίσως και αργότερα, και πριν ακόμη κλείσουν τα ζητήματα της οικονομίας, η ΝΔ επιτυγχάνει τη de facto ατσάλωση της κυβερνητικής ενότητας, στη βάση της ολοκλήρωσης της προγραμματικής συμφωνίας για έξοδο της χώρας από το Μνημόνιο.
Πολιτικά η Νέα Δημοκρατία εξασφαλίζει κάποια οφέλη, απέναντι στην κοινωνία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης πείθει για το εθνικιστικό του προφίλ, στο πλαίσιο της προσπάθειας ισχυροποίησης της ηγετικής του φυσιογνωμίας απέναντι στην αμφισβήτηση από τη δεξιά πτέρυγα. Παράλληλα όμως ο αρχηγός της ΝΔ αποδυναμώνει τα διεθνή του ερείσματα, καθώς κινείται μακριά από τη γραμμή της ΕΕ, του NATO και απέναντι στη χαραγμένη στρατηγική.
Κυβερνητικοί ελιγμοί
Η κυβέρνηση, από την άλλη πλευρά, ακολουθεί στρατηγική “μπαζώματος” της επικαιρότητας, όπως ονομάζεται στη δημοσιογραφική αργκό η αλληλεπικάλυψη μεγάλων θεμάτων. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνει τη διαχείριση του πολιτικού κόστους, ενώ εκμεταλλεύεται τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης για να ενισχύσει την εμπιστοσύνη εταίρων και συμμάχων στο τρέχον σχήμα, στο όνομα της πολιτικής σταθερότητας και της γεωπολιτικής ασφάλειας.
Το κάδρο ολοκληρώνει ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, προαναγγέλοντας την επίσπευση των διαβουλεύσεων για την επίλυση του αλβανικού και εν συνεχεία την εκ νέου αναψηλάφηση του Κυπριακού, τη στιγμή που τρέχουν το ενεργειακό, με τις αποκρατικοποιήσεις ΔΕΗ και ΔΕΠΑ και την εδραίωση των αγωγών φυσικού αερίου από Ισραήλ και Αίγυπτο.
Συνεπώς, η πολιτική “θύελλα” ήταν εν πολλοίς προδιαγεγραμμένη, άρα και αναμενόμενη, που σημαίνει ότι τα σενάρια εξελίξεων είχαν ενδελεχώς εξεταστεί και αξιολογηθεί, που επίσης συνεπάγεται ότι υπάρχουν αντίστοιχες λύσεις.
Αν σε αυτή την εξίσωση συμπεριληφθεί και η συμμετοχή των πολλαπλών διεθνών παραγόντων, τότε η εικόνα που σκιαγραφείται προσομοιάζει περισσότερο σε σκηνικό ελεγχόμενης σύγκρουσης και συντεταγμένης εκτόνωσης της κοινωνικής έντασης, με χαρακτηριστικά μικροπολιτικής διαχείρισης, παρά σε μια μετωπική σύγκρουση χωρίς βάθος.