Μπροστά σε μια νέα υπαρξιακού τύπου πρόκληση βρίσκεται το NATO, καθώς τη στιγμή που εδραιώνει και διευρύνει την παρουσία του στην Ανατολική Ευρώπη, αποκτώντας de facto τον έλεγχο της δυναμικής των σχέσεων της ΕΕ με τη Ρωσία, η Πολωνία, χώρα κλειδί για τη Συμμαχία, προτείνει στις ΗΠΑ τη δημιουργία αμερικανικής βάσης στο έδαφός της και μάλιστα με επιδότηση 2 δισ. ευρώ, κίνηση που ευθυγραμμίζεται με την προσπάθεια ανατροπής του status quo στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Οι κινήσεις αυτές ανεβάζουν το γεωπολιτικό ρίσκο, καθώς θέτουν οδηγούν σε αναθεώρηση του διεθνούς status quo και πυροδοτούν ευρύτερες αλλαγές, οι οποίες κατά την περίοδο επώασης και προώθησης τους, προκαλούν αναταράξεις και δημιουργούν αίσθημα ανασφάλειας.
Οι έννοιες ΗΠΑ και NATO ήταν ταυτόσημες από τη γέννηση του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, μέχρι την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, έκτοτε όμως -και παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, αυτό άλλαξε άρδην. Ο Τραμπ, είχε κάνει σαφείς τις θέσεις και προθέσεις του από την προεκλογική περίοδο, καθώς έγινε πρώτος Αμερικανός πρόεδρος χαρακτήρισε “παρωχημένο”, ενώ μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ζήτησε από την Ιαπωνία και την ΕΕ να πληρώσουν περισσότερα, μέσω αμυντικών προμηθειών και εμπορικών συναλλαγών, στις ΗΠΑ για να συνεχίσουν να απολαμβάνουν την προστασία του.
Η πρωτοβουλία του Ντόναλντ Τραμπ εντάσσεται στη γενικότερη γεωοικονομική προσέγγιση που επιχειρεί να εμφυσήσει στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, υποτάσσοτας το διεθνές γεωστρατηγικό στο εγχώριο οικονομικό με τρόπο που καθιστά την ασφάλεια και τις διεθνείς συμμαχίες αναλώσιμες στο όνομα του εμπορικού οφέλους. Το νέο δόγμα αποτελεί αναμφίβολα πρόκληση για το παγκόσμιο status quo, ενώ προσπάθεια επιθετικής επιβολής του στη διεθνή σκακιέρα θέτει υπό αμφισβήτηση τη διεθνή επιρροή των ΗΠΑ και σε πολλές περιπτώσεις το ρόλου τους ως παράγοντα σταθερότητας.
Τη στιγμή λοιπόν που οι ΗΠΑ συγκρούονται με την Ευρώπη σε σειρά μετώπων από το Ιράν και την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ, μέχρι τον Ευρωστρατό και τους δασμούς στον χάλυβα, η πρόταση της Βαρσοβίας στην Ουάσιγκτον για την εγκατάσταση αυτόνομης αμερικανικής βάσης τεθωρακισμένων στη χώρα και μάλιστα με επιδότηση 2 δισ. ευρώ, απηχεί μέχρι κεραίας τις θέσεις και εκπληρώνει τον σχεδιασμό του Ντόναλντ Τραμπ.
Η πρόταση της Πολωνίας, στόχο έχει να αναδειχθεί σε πιλότο για την εφαρμογή του νέου γεωοικονομικού δόγματος του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς αφορά την επ αμοιβή προστασία των συμφερόντων και συνόρων της Πολωνίας.
Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ επιλέγει οδό παράλληλη του NATO, γεγονός που αποτελεί μήνυμα ή ακόμα και προσπάθεια ουσιαστικής παράκαμψης της Συμμαχίας, κίνηση που θέτει εν αμφιβόλω τη δέσμευση των ΗΠΑ στον οργανισμό.
Οι ενδείξεις της νέας αμερικανικής πολιτικής έχουν καταγραφεί από την ΕΕ εξαναγκάζοντας στην ουσία την Κομισιόν και τις χώρες του πυρήνα να επιδιώξουν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και ειλικρινή πολιτική βούληση τον Ευρωστρατό.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Ζαν Κλωντ Γιούνκερ δήλωνε από το Αμυντικό Φόρουμ του Μονάχου ότι η ΕΕ πρέπει να αναλάβει πλέον μόνη της τη φύλαξη των εξωτερικών της συνόρων.
«Τον Ιούνιο είπα ότι είχε έρθει η ώρα να ξυπνήσουμε την Ωραία Κοιμωμένη της Συνθήκης της Λισαβόνας: τη μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία. Έξι μήνες αργότερα, συμβαίνει ήδη. Εκφράζω την ικανοποίησή μου για τα μέτρα που λαμβάνουν σήμερα τα κράτη – μέλη προκειμένου να τεθούν οι βάσεις μιας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης. Η Ευρώπη δεν μπορεί και δεν πρέπει να αναθέτει εξωτερικά την ασφάλεια και την άμυνά μας»
ενώ προσφάτως στο ίδιο μήκος κύματος η Άγκελα Μέρκελ τόνιζε ότι η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στις ΗΠΑ για την ασφάλειά της.
Η Ευρώπη αναγκάζεται πλέον να ενηλικιωθεί, σε μια περίοδο όμως που οι Αλληλοεπικαλυπτόμενες κρίσεις οδηγούν σε συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, ενώ οι επιπλέον ανάγκες, που προκύπτουν από την επιβεβλημένη ωρίμανση, αντιμετωπίζονται ως βάρος για τους φορολογουμένους, συμβάλλοντας στην ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού και κλυδωνίζοντας τον ήδη πληγωμένο -από την οικονομική και μεταναστευτική κρίση- φέροντα οργανισμό της ΕΕ.
Από τη δυναμική αυτή όμως, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, επωφελείται ο Βλάντιμιρ Πούτιν, ο οποίος βλέπει το ενιαίο μέτωπο της Δύσης κατά της Ρωσίας να αποδομείται και μάλιστα με πρωτοβουλία της ηγεμονικής του δύναμης.
Ενώ λοιπόν οι ΗΠΑ σκληραίνουν τη στάση τους έναντι της Ρωσίας με κυρώσεις, στην πραγματικότητα δρομολογούν μια νέα προσέγγιση, σπρώχνοντας την Ευρώπη στην γεωπολιτική της αυτονόμηση, ενώ την ίδια στιγμή επιχειρούν να την πιέσουν γεωοικονομικά.
Οι κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ όμως επιτυγχάνουν με μαθηματική ακρίβεια να σμιλεύσει μια νέα, αυτόνομη πολιτικά και διαρκώς ενισχυόμενη οικονομικά, σχέση της Ευρώπης με τη Ρωσία, αποδυναμώνοντας τον δυτικό άξονα και δημιουργώντας χώρο για την ενίσχυση της θέσης της Ρωσίας στην ΕΕ.
Η στρατηγική γεωστρατηγικού αναθεωρητισμού του Ντόναλντ Τραμπ, που προηγείται της εδραίωσης του νέου γεωοικονομικού, προκάλεσε αντιδράσεις και σε ολόκληρη την ιεραρχία των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, στις τάξεις του NATO και τον στενό κύκλο του Λευκού Οίκου, οι οποίες ωστόσο δεν φάνηκαν ικανές να ανακόψουν τη δυναμική εφαρμογής του σχεδιασμού. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ έφτασε στο σημείο να αποπέμψει δύο συμβούλους Εθνικής Ασφαλείας, τον πολιτικό του σύμβουλο, τον υπουργό Εξωτερικών και σειρά άλλων υψηλόβαθμων αξιωματούχων λόγω των διαφωνιών τους στα επίμαχα ζητήματα.