Ο πολιτικός λόγος του Ταγίπ Ερντογάν έχει πετύχει σίγουρα ένα πράγμα: Να προκαλέσει σύγχυση. Η Ευρώπη δεν ξέρει τι να περιμένει την επόμενη ημέρα, ενώ τα μηνύματα είναι συγκεχυμένα και αντιφατικά όχι μόνο για τον διεθνή ρόλο της Τουρκίας αλλά και για κινήσεις στο εσωτερικό.
Με την οικονομία να παραπαίει, τη λίρα να διολισθαίνει, τον πληθωρισμό να καλπάζει και το γεωπολιτικό ρίσκο να κορυφώνεται, η επανεκλογή του Ταγίπ Ερντογάν από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, φαίνεται να απομακρύνεται ως σενάριο.
«Αδελφοί μου που έχετε δολάρια ή ευρώ κάτω από το μαξιλάρι σας, πηγαίνετε να μετατρέψετε τα χρήματά σας σε λίρες. Μαζί θα εμποδίσουμε αυτή τη σκευωρία».
είπε μεταξύ άλλων σε ομιλία του κατά τη μεγάλη πτώση της λίρας και μια ημέρα πριν την άνοδο των επιτοκίων κατά 3% ο Ταγίπ Ερντογάν. Την ίδια ώρα ο Tούρκος πρόεδρος ανακοίνωσε ότι εάν επικρατήσει στις εκλογές του Ιουνίου, θα θέσει υπό κρατικό έλεγχο και την μέχρι τώρα ανεξάρτητη Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας.
Ταυτόχρονα όμως, ο Ταγίπ Ερντογάν άνοιγε την πόρτα επαναπροσέγγισης με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, σε μια προσπάθεια να μην κάψει όλες τις γέφυρες και να αποφύγει μια νέα γενικευμένη επίθεση των αγορών, η οποία θα πυροδοτούνταν από την αίσθηση της απομόνωσής του.
Η εκλογή από τον πρώτο γύρο, όμως, ήταν το μοναδικό διακύβευμα των εκλογών που διεξάγονται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, χωρίς ουσιαστικό πολιτικό αντίπαλο, με την αντιπολίτευση κονιορτοποιημένη, τα εθνικιστικά πάθη σε έξαψη και την αντιαμερικανική ρητορική να καλπάζει.
Την ίδια στιγμή οι διαρκείς συλλήψεις, αποτάξεις και απολύσεις διαφωνούντων από το Δημόσιο, τα λουκέτα σε εφημερίδες και οι φυλακίσεις δημοσιογράφων, δημιουργούν κλίμα τρομοκρατίας στον κόσμο. Παράλληλα, οι πολεμικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Συρία και το Βόρειο Ιράκ και η εθνικιστική-αλυτρωτική ρητορική έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου εξυπηρετούν την συμμαχιά με τους ακροδεξιούς και απαντούν στις πιέσεις που δέχεται από τον Κεμάλ Κιλιντζάρογλου.
Εφαρμόζοντας όμως μια τόσο ακραία και επικίνδυνη πολιτική ο Ταγίπ Ερντογάν έχει πετύχει να απομονωθεί από τη Δύση, η ΕΕ έχει αναστείλει τις συζητήσεις για την επικαιροποίηση της τελωνειακής ένωσης, οι ΗΠΑ κινούνται στην κατεύθυνση της αναστολής πωλήσεων οπλικών συστημάτων.
Η αβεβαιότητα αυτή, σε συνδυασμό με τη διεθνή απομόνωση, τη σύγκρουση με την κεντρική τράπεζα, το διογκούμενο διεθνές χρέος των τουρκικών τραπεζών και του διεθνούς τομέα είναι οι παράγοντες που οδηγούν τις αγορές στην υιοθέτηση “τιμωρητικής” στάσης έναντι του Ταγίπ Ερντογάν,
Την ίδια στιγμή η αδυναμία του Τύρκου προέδρου απαντήσει στις ανησυχίες των επενδυτών, αποτελεί στην ουσία τη θρυαλλίδα για τη διαρκή αιμορραγία της τουρκικής οικονομίας.