Διεργασίες που δεν είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού φαίνεται ότι τροφοδοτούν τις εξελίξεις στην υπόθεση της Folli Follie, καθώς η μετοχή έχει τεθεί εκτός διαπραγμάτευσης μετά από πτώση 70% και ενώ συνεχίζεται η δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ της διοίκησης, των Fund και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την ακρίβεια και την πληρότητα των οικονομικών της καταστάσεων.
Η διοίκηση της εταιρίας ανέθεσε στην Ernst and Young, εταιρία των “big four” να διεξαγάγει νέο έλεγχο των λογιστικών της καταστάσεων, ωστόσο, δήλωσε προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αδυναμία να παράσχει τα αιτούμενα οικονομικά στοιχεία και διευκρινίσεις σε εύλογο χρονικό διάστημα, ζητώντας παράλληλα την αναστολή της διαπραγμάτευσης της μετοχής, για την προστασία του επενδυτικού κοινού.
Ωστόσο η κίνηση αυτή έρχεται με καθυστέρηση και αφού κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων έχουν συντελεστεί πληθώρα μεγάλων και επιθετικών κινήσεων επί της μετοχής, η οποία έχασε το 70% της αξίας της. Κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου αυτής η μετοχή υποβαθμίστηκε στους δείκτες MSCI, γεγονός που σε συνδυασμό με την έκθεση του QCM ανάγκασε διαχειριστές να προβούν σε πράξεις αναδιάρθρωσης χαρτοφυλακίου, ακόμα και ανάληψης αντισταθμιστικών θέσεων.
Η συνεπακόλουθη πτώση όμως αν και έπληξε τους μικροεπενδυτές δεν είχε τα ίδια αποτελέσματα για τους θεσμικούς οι οποίοι διέθεταν τον χρόνο και τα εργαλεία να την αντισταθμίσουν, αν όχι εξολοκλήρου, τότε σε μεγάλο βαθμό.
Ενώ αυτά συντελούνταν στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου της Αθήνας με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε ρόλο παρατηρητή, ο CEO της εταιρίας, Τζώρτζης Κουτσολιούτσος, λείπει στο εξωτερικό και η διοίκηση παρά τις διαρκείς εξαγγελίες για αποκατάσταση της αλήθειας δεν έχει προβεί σε συνέντευξη Τύπου, conference call ή οποιαδήποτε κίνηση ενημέρωσης αναλυτών και επενδυτών, πέρα από την απάντηση στην QCM, την οποία αμφισβήτησαν και οι Financial Times.
Το Euro2day.gr αναφέρει σε δημοσίευμά του ότι οι νομικές υπηρεσίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναμένεται να έχουν καταλήξει και τεκμηριώσει εάν η απόκρυψη ή μη προσκόμιση στοιχείων μπορούν να στηρίξουν το ενδεχόμενο ποινικού αδικήματος και κατά συνέπεια την άμεση παραπομπή της υπόθεσης στον εισαγγελέα, ενώ επικαλούμενο “νομικούς κύκλους” θέτει θέμα παραπομπής της υπόθεσης στον Εισαγγελέα.
Αν και η κίνηση αυτή, από μέρους της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εκ πρώτης όψεως φαίνεται ως διάθεση κλιμάκωσης του θέματος, στην πραγματικότητα αποτελεί προσπάθεια απομάκρυνσης από το πεδίο της αντιπαράθεσης και συσκότισης. Με βάση τον κανονισμό λειτουργίας της ΕΚ και την οδηγία MiFid ο επόπτης της κεφαλαιαγοράς έχει όλα τα νομικά εργαλεία να προβεί σε ελέγχους, να προκαλέσει ανακρίσεις και να διαμορφώσει πλήρη δικογραφία.
Συνεπώς, η παραπομπή της υπόθεσης στην εισαγγελία, σε τόσο πρώιμο στάδιο της διερεύνησης, της υπόθεσης εξαιρεί την ΕΚ από την υποχρέωση διερεύνησης και τη διατηρεί ως μάρτυρα και όχι ως δημόσιο κατήγορο, ρόλο που της επιφυλάσσουν οι σχετικές οδηγίες. Επίσης, δυσχεραίνεται η ταχεία και διεξοδική διερεύνηση καθώς η εισαγγελία δεν διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία και την τεχνογνωσία και θα είναι υποχρεωμένη να ζητά, με παραγγελίες, στοιχεία και εκθέσεις εμπειρογνωμωσύνης από την ΕΚ.
Σε συναγερμό οι τράπεζες
Ενώ τα οικονομικά στοιχεία της εταιρίας αμφισβητούνται, η διοίκηση τηρεί παθητική στάση και η ΕΚ επιχειρεί να πετάξει την “καυτή πατάτα” οι τράπεζες έχουν τεθεί σε συναγερμό ζητώντας επιπλέον εξασφαλίσεις για τα δάνεια και πρόσθετα-ανανεωμένα οικονομικά στοιχεία.
Πηγή ανησυχίας για τους τραπεζίτες είναι τα ομολογιακά δάνεια που ωριμάζουν σε ένα έτος, τα ταμειακά διαθέσιμα που φθίνουν και οι αρνητικές ταμειακές ροές, στοιχεία που διαμορφώνουν ζοφερή εικόνα.
Το σύνολο των δανείων που έχουν δώσει οι ελληνικές τράπεζες ανέρχεται στα 30 εκατ ευρώ, ενώ οι αλληλέγγυοι και ανοιχτοί δανειακοί λογαριασμοί κεφαλαίου κίνησης ανέρχονται στα 15-17 εκατ ευρώ.