Ελάχιστον είναι πλέον ο χρόνος που απομένει στους τραπεζίτες για να τακτοποιήσουν τα του οίκου τους, καθώς με δεδομένη πλέον την καθαρή έξοδο της Ελλάδας και απόσχιση από τον “ομφάλιο λώρο” του SSM, η ελληνική κυβέρνηση θα είναι σε θέση να διεξάγει τα δικά της προγράμματα διάσωσης με βάση την BRRD αλλά και κατά παρέκκλιση του κανονισμού.
Όπως αποδείχθηκε και από τα stress tests οι ελληνικές τράπεζες υπολείπονται των στόχων για τη μείωση των NPL’s, ενώ ακόμα και αν τους έπιαναν δεν θα ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσουν την οικονομία, καθώς το 55% των εποπτικών τους κεφαλαίων προέρχονται από τον αναβαλλόμενο φόρο και ως εκ τούτου δεν μπορούν ούτε να χρησιμοποιηθούν ως cash buffer, ούτε να απορροφήσουν ζημιές από τη διαγραφή κόκκινων δανείων.
Διαβάστε επίσης: Νευρικοί τραπεζίτες, ψάχνουν 31 δισ. και υποσκάπτουν την πολιτική σταθερότητα
Συνεπώς, αν και οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, αυτό αποτελεί μόνο τη βιτρίνα, καθώς από πίσω κρύβεται η ζοφερή πραγματικότητα ενός συστήματος που κινείται χωρίς ρευστότητα, απορροφά παραγωγικό κεφάλαιο από την οικονομία, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία της Τράπεζα της Ελλάδος που καταδεικνύουν συνεχιζόμενη πιστωτική συρρίκνωση.
Οι τράπεζες έχουν προϋπολογίσει στα business plans τους πωλήσεις κόκκινων δανείων ύψους 13 δισ. και βελτίωση της εικόνας οφειλών που έχουν ενταχθεί στο «Νόμο Κατσέλη» 18 δισ. Το άθροισμα είναι 31 δισ., ωστόσο στα capital action plans δεν περιλαμβάνεται αυτό αλλά μια πιο μετριοπαθής προσέγγιση της τάξης των 15-17 δισ. συνολικά, η οποία όμως και πάλι αποδεικνύεται εκτός πραγματικότητας.
Χωρίς αυτά τα κεφάλαια όλες οι άλλες κινήσεις επαρκούν για τη διατήρηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, δεν καλύπτουν όμως τους στόχους για το Liquidity Coverage Ratio και για την άμεση ρευστότητα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να απαιτηθούν αυξήσεις κεφαλαίου μετά την ολοκλήρωση των stress tests.
Διαβάστε επίσης: Η παγίδα πίσω από τη Bad Bank… οδηγεί στη γραμμή στήριξης
Η προοπτική όμως αυτή, είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, κυρίως για τους ιδιώτες μετόχους οι οποίοι έχουν εισφέρει αρκετά, έχουν υποστεί dillusion και δεν φαίνονται διατεθειμένοι να αναλάβουν πρόσθετο ρίσκο σε αυτή τη φάση. Πρόβλημα όμως δημιουργείται για τις διοικήσεις των τραπεζών και το ΤΧΣ, που σήμερα είναι ο βασικός μέτοχος, με σημαντικές επενδύσεις. Εδώ το πρόβλημα δεν θα φανεί άμεσα, αλλά μετά την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα και εφόσον απαιτηθούν πρόσθετα κεφάλαια. Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ελέγχεται μεν από το ΥΠΟΙΚ, ωστόσο καταλυτική παρέμβαση διαθέτει επ αυτού και ο ESM, καθώς εισφέρει τα κεφάλαια.
Αν όμως η Ελλάδα εξέλθει από το Μνημόνιο χωρίς να ενταχθεί σε γραμμή στήριξης και διαθέτοντας απόθεμα της τάξης των 19 δισ., όπως προβλέπει το πρόγραμμα, τότε η κατάσταση περιπλέκεται.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, αν απαιτηθούν αυξήσεις κεφαλαίου και δεν καλυφθούν από ιδιώτες, τότε το Δημόσιο, στα πρότυπα της Ιταλίας, θα έχει δικαίωμα να συμμετάσχει, χωρίς να επηρεαστεί μάλιστα το Δημοσιονομικό αποτέλεσμα, εντάσσοντας μάλιστα την εικαζόμενη διάσωση στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Μια τέτοια εξέλιξη όμως θα οδηγούσε σε ανατροπή του μετοχικού και διοικητικού status quo στις τράπεζες, προσφέροντας στην κυβέρνηση δυνατότητα ευθείας παρέμβασης στη διοίκηση και αλλαγή προσανατολισμού, εφόσον μάλιστα τα κεφάλαια θα εντάσσονται στο ΠΔΕ.
Διαβάστε επίσης: Οι ελληνικές τράπεζες έχουν κεφάλαια, χωλαίνουν σε ρευστότητα
Οι τραπεζίτες έχουν όμως και άλλη εναλλακτική, με κοινωνικό προφίλ: Τη bad bank. Αν και η δημιουργία μιας bad bank είναι πάγιο αίτημα της κυβέρνησης, οι όροι που θέτει η πρόταση της Κομισιόν την καθιστούν δύσκολα υλοποιήσιμη, καθώς εγκαθιστά νέα σχέση με τον ESM και του δίνει έλεγχο στις τράπεζες και από άλλη πλευρά, περιορίζοντας την πολιτική ευελιξία και ελέγχοντας τη ροή του χρήματος.