Το γράφημα αυτό, που απεικονίζει το εμπόριο μεταξύ ΕΕ, ΗΠΑ και Ιραν σε επίπεδο προϊόντων καθιστά σαφές γιατί η Ευρώπη δεν σκοπεύει να αφήσει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα να καταρρεύσει, ενώ εξηγεί παράλληλα το μένος του Ντόναλντ Τραμπ.
Η εκρηκτική αύξηση του διμερούς εμπορίου ΕΕ-Ιράν τα τελευταία χρόνια και η ταυτόχρονη στασιμότητα σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα των σχέσεων της χώρας με τις ΗΠΑ επεξηγούν, σε μεγάλο βαθμό, τις εκ διαμέτρου αντίθετες αντιδράσεις Γαλλίας, Γερμανίας και ΕΕ από από αυτές του Ντόναλντ Τραμπ.
Δεν θα πρέπει βέβαια να λησμονείται και ο παράγοντας Ισραήλ, με το ειδικό βάρος που διαθέτει τόσο ευρύτερα στην Ουάσινγκτον όσο και πιο συγκεκριμένα επί του Ντόναλντ Τραμπ.
Καθώς οι ευρωπαϊκές εταιρίες κινητοποιήθηκαν για να εκμεταλλευτούν μια ανοιχτή και αναπτυσσόμενη αγορά, οι αμερικανικές πιέζονταν κάτω από ένα σύννεφο πολιτικής αβεβαιότητας.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Boeing, η οποία συμφώνησε σε έναν οδικό χάρτη για την προμήθεια των ιρανικών κρατικών αερογραμμών με σύγχρονα αεροσκάφη, ωστόσο το μέλλον αυτής της συμφωνίας παραμένει αβέβαιο λόγω της απειλής της κατάρρευσης της πυρηνικής συμφωνίας, ενώ μέχρι σήμερα, από τη σύναψη της συμφωνίας έχει παραδοθεί μόλις ένα αεροσκάφος. Συγκριτικά, η Airbus έχει ήδη παραδώσει δύο A330-200 και μία A321.
Το 2017, η αξία των εισαγωγών / εξαγωγών των ΗΠΑ και της Ιρλανδίας ανήλθε σε μόλις λίγο περισσότερο από 200 εκατομμύρια δολάρια, ελάχιστη σε σχέση με τη ροή αγαθών μεταξύ Βρυξελλών και Τεχεράνης.