Έκθεση με την οποία εντοπίζει ως εν δυνάμει πηγή σημαντικών εσόδων για τις τράεπζες, που μπορούν να φτάσουν και τα 200 δισ., δημοσιεύει η EY, υποστηρίζοντας ότι το άνοιγμα των τραπεζών σε αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες μπορεί να βελτιώσει ουσιωδώς την οργανική τους κερδοφορία.
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι οι τράπεζες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν νέα πηγή εσόδων που ισοδυναμεί με το 20% του τζίρου στις αναδυόμενες αγορές το 2016 – αν εξυπηρετούσαν καλύτερα άτομα και μικρές επιχειρήσεις που σήμερα δεν έχουν πρόσβαση σε τραπεζικές υπηρεσίες σε 60 αγορές του αναδυόμενου κόσμου.
Αυτό προκύπτει από μεγάλη έρευνα της της ΕΥ υπό τον τίτλο: «Innovation in financial inclusion: revenue growth through innovative inclusion».
Την ίδια στιγμή, όμως, οι τράπεζες καλούνται να αντιμετωπίσουν την απώλεια εσόδων από την δυναμική είσοδο μη τραπεζικών εταιριών στον τομέα των ηλεκτρονικών πληρωμών καθώς και τη σταδιακή αύξηση του κόστους του χρήματος διεθνώς, μετά την έναρξη της διαδικασίας αύξησης των επιτοκίων από τη Fed.
«Είναι σαφές ότι τα ευρήματα της έρευνας της ΕΥ έχουν εφαρμογή και στην Ελλάδα, όπου υπάρχουν σημαντικές ομάδες ατόμων με ανεπαρκή πρόσβαση σε τραπεζικές υπηρεσίες, όπως, για παράδειγμα, μειονότητες, ακόμη και πρόσφυγες και μετανάστες»
σχολιάζει ο Γιώργος Παπαδημητρίου, Εταίρος της ΕΥ Ελλάδος και Επικεφαλής του τμήματος Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών της ΕΥ Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης,
«Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, κάποιες από τις ιδέες και καινοτομίες που έχουν αναπτυχθεί σε αναδυόμενες αγορές και αφορούν σε κανάλια επικοινωνίας τραπεζικά αποκλεισμένων πληθυσμών, αλλά και σε πρακτικές διαχείρισης κινδύνων σε περιβάλλον έλλειψης δεδομένων συνεργασίας, έχουν σίγουρα ενδιαφέρον και για λοιπές, πιο ώριμες τραπεζικά γεωγραφίες, όπως η Ελλάδα»
συμπληρώνει.
Τα οφέλη, ωστόσο, δεν θα περιοριστούν μόνο στις τράπεζες, αλλά θα τα καρπωθούν και οι τοπικές οικονομίες. Σύμφωνα με τη μελέτη, η καλύτερη ενσωμάτωση αποκλεισμένων κοινωνικών ομάδων, μέσω της διάθεσης οικονομικών, προσβάσιμων και χρήσιμων τραπεζικών προϊόντων, θα δημιουργήσει σημαντικά οικονομικά οφέλη, αυξάνοντας το ΑΕΠ αναπτυσσόμενων οικονομιών, όπως η Ινδία, έως και 14%.
Πάνω από το 40% των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες αναφέρει ότι αντιμετωπίζει προβλήματα όσον αφορά στη χρηματοδότηση, σε σύγκριση με 30% στις χώρες μεσαίου εισοδήματος και μόλις 15% στις χώρες υψηλού εισοδήματος, καθώς, παραδοσιακά, οι τράπεζες που λειτουργούν στις αναδυόμενες αγορές δεν αντιμετωπίζουν τα οικονομικά αποκλεισμένα άτομα και τις ΜμΕ ως ένα κερδοφόρο τμήμα πελατών.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι ευκαιρίες ανάπτυξης των τραπεζών μέσω της ενσωμάτωσης οικονομικά αποκλεισμένων ομάδων και ατόμων θα είναι μεγαλύτερες στις αγορές που υιοθετούν τις καινοτομίες που βασίζονται στην τεχνολογία, καθώς και σε όσες διαθέτουν ένα σαφές και υποστηρικτικό πλαίσιο πολιτικής για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι τεχνολογικές υποδομές που ενισχύουν αυτού του είδους την ανάπτυξη, περιλαμβάνουν τη διείσδυση της κινητής τηλεφωνίας, τις ηλεκτρονικές πληρωμές, τα εθνικά συστήματα ψηφιακής ταυτότητας, τις υποδομές πιστωτικών δεδομένων, την ανοικτή πρόσβαση σε ψηφιακά δεδομένα και στη νομισματική ψηφιοποίηση. Οι πολιτικοί και συστημικοί παράγοντες περιλαμβάνουν την ισχυρή διασφάλιση των πελατών, τα προγράμματα υπεύθυνης χρηματοοικονομικής παιδείας, το πτωχευτικό δίκαιο, τα ρυθμιστικά κίνητρα για τις τράπεζες, την ποικιλία των χρηματοπιστωτικών οικοσυστημάτων και τα διαλειτουργικά χρηματοπιστωτικά συστήματα.
Η έκθεση αναφέρεται επίσης και στη δημιουργική διαχείριση κινδύνου, η οποία θα καλύψει το gap της απουσίας πιστωτικού ιστορικού. Επ αυτού εντοπίζει και αναδεικνύει την πρακτική των analytics που αναπτύσσουν οι μη τραπεζικές επιχειρήσεις, όπως οι εταιρίες επιχειρηματικών συμμετοχών και ορισμένοι οργανισμοί μικρο-δανείων, που πρωτοπορούν σε αυτόν τον τομέα, αναπτύσσοντας νέα τεχνολογία συλλογής στοιχείων και πληροφοριών για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας ιδιωτών και επιχειρήσεων.
Για παράδειγμα, στην Ινδία, μια εταιρεία που δανείζει σε μικρές επιχειρήσεις ανέπτυξε διαδικασίες πιστοληπτικής αξιολόγησης, χρησιμοποιώντας επιχειρηματικά δεδομένα και δεδομένα συμπεριφοράς, στοιχεία από εμπορικές ενώσεις και συστάσεις, σε συνδυασμό με σύγχρονες διαδικασίες αυτοματοποίησης ροής εργασιών. Από το 2014, έχει εκταμιεύσει δάνεια ύψους 32 εκατομμυρίων δολαρίων σε ΜμΕ στην Ινδία.