Η Ελλάδα αναρρώνει τελικά από μια βαθιά ύφεση. Το 2017 το ΑΕΠ επεκτάθηκε κατά 1,3%, σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις, και προβλέπεται να επιταχυνθεί στο 2% το 2018 και στο 2,3% το 2019 (Σχήμα 1). Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας έχουν βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και οι εξαγωγές οδηγούν στην επέκταση. Συνολικά, η οικονομία γίνεται όλο και πιο ανοικτή.
by Mauro Pisu and Tim Bulman, Greece Desk, Economics Department
Οι εξαγωγές αυξήθηκαν από 24% του ΑΕΠ το 2008 σε 34% το 2017. Η απασχόληση αυξάνεται έντονα ενώ αντιμετωπίζονται οι εξωτερικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες. Τα δημόσια οικονομικά υπερβαίνουν τους στόχους του ευρωπαϊκού μηχανισμού σταθερότητας (ESM), βοηθώντας στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές αναγνωρίζουν την πρόοδο, καθώς τα spreads υποχωρούν και οι διεθνείς οίκοι αναβαθμίζουν τις αξιολογήσεις τους για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας.
Παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις, η μακρά κρίση έχει αφήσει βαθιά σημάδια στην κοινωνία που δεν έχουν ακόμη επουλωθεί. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι 25% χαμηλότερο από το επίπεδο πριν από την κρίση. Το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να είναι υψηλό. Οι μισθοί είναι χαμηλοί. Αν και η φτώχεια έχει σταθεροποιηθεί, εν τούτοις παραμένει κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, ιδίως μεταξύ των νέων και των οικογενειών.
Η Οικονομική Έρευνα του ΟΟΣΑ για το 2018 δείχνει ότι η διατήρηση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων και η ενίσχυση της ιδιοκτησίας του προγράμματος θα είναι ουσιαστικής σημασίας για τη διατήρηση της ανάκαμψης και τη μετάβαση προς μια ευημερούσα, χωρίς αποκλεισμούς κοινωνία. Η διατήρηση της μεταρρυθμιστικής ροπής είναι κρίσιμη για την αντιμετώπιση των τριών βασικών προκλήσεων που επισημάνθηκαν στην Έρευνα του 2018: Βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους, διατήρηση της ανάπτυξης της απασχόλησης και μείωση της φτώχειας, ενίσχυση των επενδύσεων.
Το δημόσιο χρέος σταθεροποιήθηκε, αλλά το επίπεδο του 175% επί του ΑΕΠ παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο. Η εφαρμογή στρατηγικής τριών πυλώνων θα έθετε το χρέος σε μακροπρόθεσμα καθοδική πορεία (Σχήμα 2). Αυτή περιλαμβάνει: πρόσθετες μεταρρυθμίσεις, μεγάλα αλλά ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα · και πρόσθετη αναδιάρθρωση του χρέους, ανάλογα με τις ανάγκες:
- Οι μεταρρυθμιστικές, με έμφαση στη βελτίωση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και των αγορών προϊόντων, καθώς και στην ενίσχυση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού, θα συμβάλουν περισσότερο στην ενίσχυση της μακροπρόθεσμης αύξησης του ΑΕΠ.
- Η διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος άνω του 2% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα θα είναι πρόκληση αλλά μπορεί να επιτευχθεί με την περαιτέρω διεύρυνση της φορολογικής βάσης – με τη βελτίωση της είσπραξης των φόρων και τη μείωση της άτυπης οικονομίας – και με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δαπανών – τη φιλόδοξη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης.
- Όσον αφορά την αναδιάρθρωση του χρέους, η δέσμευση των σημερινών χαμηλών επιτοκίων των δανείων με ευνοϊκούς όρους θα μειώσει το δημόσιο χρέος κάτω από το 80% του ΑΕΠ τη δεκαετία του 2050, υπό συνετές υποθέσεις, εάν συνδυαστεί με πρόσθετες μεταρρυθμίσεις προόδου.
Για να είναι η ανάκαμψη της Ελλάδας χωρίς αποκλεισμούς, πρέπει να είναι πλούσια σε θέσεις εργασίας. Οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα έχουν βελτιώσει την ευελιξία και υποστηρίζουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ωστόσο, πάνω από 1 εκατομμύριο άνθρωποι εξακολουθούν να είναι άνεργοι, τα τρία τέταρτα για περισσότερο από ένα χρόνο. Οι νέες θέσεις εργασίας πληρώνουν συχνά τον κατώτατο μισθό και είναι μερική ή προσωρινή. Η επανεισαγωγή των τομεακών συλλογικών συμβάσεων μισθών θα πρέπει να στοχεύει στη διατήρηση της ευελιξίας του ισχύοντος συστήματος, στην εξασφάλιση της ευθυγράμμισης των μισθών με την παραγωγικότητα και στην καλύτερη προστασία των ατόμων από τους κινδύνους της αγοράς εργασίας. Πρέπει να καλύπτουν ευρείες συνθήκες εργασίας και να μην έχουν αυτόματες επεκτάσεις. Δεδομένου ότι οι μικρές επιχειρήσεις απασχολούν τους περισσότερους εργαζόμενους, οι μισθολογικές συμφωνίες πρέπει επίσης να είναι αρκετά ευέλικτες ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες τους.
Ο αριθμός των Ελλήνων που υποφέρουν από φτώχεια διπλασιάστηκε μεταξύ 2010 και 2016, σε περίπου 2,4 εκατομμύρια, ενώ οι πλέον ευάλωτη πληθυσμιακή ομάδα είναι οι οικογένειες με παιδιά. Πρόσφατες μεταρρυθμίσεις έχουν ήδη αρχίσει να αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα με καλύτερη στόχευση κοινωνικών προγραμμάτων. Ωστόσο, τα πολλά μικρά και ανεπαρκώς στοχοθετημένα προγράμματα και οι δυσκίνητες διοικητικές διαδικασίες μειώνουν την αποτελεσματικότητα και την πρόσβαση στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Πρέπει να συνεχιστεί η πρόοδος προς την καλύτερη στόχευση των κοινωνικών προγραμμάτων και την απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών, ώστε να δημιουργηθεί ένα δικαιότερο και αποτελεσματικότερο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας.
Οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 60% από την έναρξη της κρίσης και δεν έχουν ακόμη ανακάμψει, εξαιτίας της μικρής ζήτησης, των αυστηρών οικονομικών συνθηκών και των διαρθρωτικών προβλημάτων. Η αποδόμηση του παραγωγικού κεφαλαίου έχει πλέον αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη.
Οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις έχουν ήδη βελτιώσει σημαντικούς τομείς του επενδυτικού κλίματος, αλλά το επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας εξακολουθεί να υστερεί συγκριτικά με άλλες χώρες. Η περαιτέρω άρση των περιορισμών στην αγορά προϊόντων, η βελτίωση της ποιότητας του κανονιστικού πλαισίου και η διαφάνεια μέσω των αξιολογήσεων των επιπτώσεων των κανονιστικών ρυθμίσεων, η ολοκλήρωση του κτηματολογίου και η πλήρης εφαρμογή των νομοθετικών μεταρρυθμίσεων για την αφερεγγυότητα αποτελούν προτεραιότητες που υπογραμμίζει η έρευνα του ΟΟΣΑ.
Η Ελλάδα πρέπει επίσης να συνεχίσει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις στον τραπεζικό τομέα. Τα πρότυπα διακυβέρνησης έχουν βελτιωθεί δραστικά, αλλά αυτά πρέπει ακόμα να γίνουν καθιερωμένες πρακτικές. Η αντιμετώπιση του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα απαιτήσει την πλήρη εφαρμογή εξωδικαστικών διαδικασιών και ηλεκτρονικών δημοπρασιών και την ενίσχυση προσωρινών φορολογικών κινήτρων για την ενθάρρυνση της διάθεσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών. Επίσης για την αποκατάσταση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση, απαιτείται η προσεκτική κατάργηση των κεφαλαιακών ελέγχων, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας.