Το ζήτημα του επηρεασμού της κοινής γνώμης και κατ επέκταση του εκλογικού σώματος από τα fake news, τα οποία παράγονται μαζικά και αναμεταδίδονται μέσω των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης και αναζήτησης, έχει πλέον αναδειχθεί σε μείζον της περιόδου, επ αφορμής των αμερικανικών εκλογών του 2016 και του γεωπολιτικού ανταγωνισμού Δύσης-Ρωσίας. Η δημοκρατία κινδυνεύει λόγω της μαζικής πρόσβασης στην παραπληροφόρηση, όμως η εναλλακτική της επιβολής κρατικού ή και ιδιωτικού ελέγχου στην ενημέρωση δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη.
Παλαιότερα, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, οι εκδότες ήταν αυτοί που κατηγορούνταν ότι με τα πρωτοσέλιδά τους ανέβαζαν και κατέβαζαν κυβερνήσεις, ενώ εν Ελλάδι ο όρος που χρησιμοποιούνταν για επιχειρήσεις στυγνής παραπληροφόρησης και εκστρατείας λάσπης ήταν ο “αυριανισμός”. Σήμερα, οι εκδότες είναι απλά ένας αναλώσιμος παράγοντας, καθώς τη δουλειά κάνουν τα social media και οι μηχανές αναζήτησης.
Προν από λίγες ημέρες ο επικεφαλής του Facebook, Μαρκ Ζάκερμπεργκ, κατέθεσε στη Γερουσία των ΗΠΑ, όπου απάντησε σε πολλά ερωτήματα, δεν απάντησε όμως στο μείζον θέμα, αν είναι η εταιρία του μονοπώλιο. Δεν απάντησε, γιατί ήξερε ότι κάτι τέτοιο θα ενίσχυε την πίεση για διάσπασή της. Το γεγονός όμως είναι ένα: Δεν υπάρχει άλλη πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης αντίστοιχη του facebook, όπως και οι υπόλοιπες μηχανές αναζήτησης δεν έχουν τη γκάμα προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρει η Google.
Έτσι, ανεξαρτήτως του δράστη, ο μηχανισμός είναι εκεί και ευεπίφορος σε χρήσεις και επιρροές, καθώς η καινοτομία αποτελεί το βασικό σκέλος του business model.
Ενόψει των επερχόμενων εκλογών στις ΗΠΑ για τη Βουλή των αντιπροσώπων και των Ευρωεκλογών, οι αρχές αναζητούν τρόπους να διασφαλίσουν το αδιάβλητο της εκλογικής διαδικασίας και του αποτελέσματος, στοίχημα που ωστόσο είναι χαμένο από χέρι, καθώς ακόμα δεν υπάρχει σαφής εικόνα των δεδομένων που έχουν και της επεξεργασίας στην οποία έχουν προβεί άμεσα ή έμμεσα, εταιρίες όπως η Cambridge Analytica.
Φάρμες παραγωγής ειδήσεων, οργανωμένες καμπάνιες προώθησής τους μέσω εικονικών λογαριασμών στα social media, πληρωμένες και στοχευμένες διαφημίσεις, καθώς και ταυτόχρονη -επί πληρωμή- υπερπροβολή τους από τις μηχανές αναζήτησης διαμορφώνουν ένα σκηνικό πλήρους παραπληροφόρησης και χειραγώγησης του εκλογικού σώματος.
Τα μέτρα που έχουν ληφθεί και συζητώνται, μέχρι στιγμής, έρχονται να αντιμετωπίσουν κυρίως το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας χειραγώγησης της κοινής γνώμης, αυτό της διασποράς ψευδών ειδήσεων. Παράλληλα κάποιες, περιορισμένες όμως, προσπάθειες γίνονται για την αναγνώριση των δραστών, των καμπανιών παραπληροφόρησης και της χαλιναγώγησής τους, όπως η East Stratcom Task Force της ΕΕ, η οποία επικεντρώνει στις καμπάνιες παραπληροφόρησης από τη Ρωσία.
Η Γερμανία ψήφισε νόμο με βαριά πρόστιμα, που υποχρεώνει τα κοινωνικά δίκτυα να κατεβάζουν αναρτήσεις που καταγγέλονται και αποδεικνύονται ως ψευδείς. Για τη διενέργεια των ελέγχων χρησιμοποιούνται προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης, πληροφορίες-καταγγελίες από τους χρήστες και ενδεχομένως σε δεύτερη ή τρίτη φάση και ανθρώπινη παρέμβαση.
Και πάλι όμως, δεν επιλύεται το πρόβλημα αλλά αντιμετωπίζονται επιμέρους περιστατικά, χωρίς να διασφαλίζεται η ποιότητα της Δημοκρατίας.
Η Ευρώπη, με την εισαγωγή του GDPR στις 25 Μαΐου, επιχειρεί να θέσει όρια στην προσβασιμότητα των πολιτών της μέσα από την καθημερινή τους δραστηριότητα, δίνοντας τη δυνατότητα στους χρήστες να έχουν μεγαλύτερο έλεγχο στα δεδομένα τους που καταγράφουν, αποθηκεύουν, επεξεργάζονται και έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται οι εταιρίες παροχής υπηρεσιών διαδικτύου, τα social media και οι μηχανές αναζήτησης.
Στις ΗΠΑ η σχετική νομοθεσία είναι ακόμη πιο πίσω, δεν παρέχει ιδιαίτερα δικαιώματα στους χρήστες, το internet είναι εν γένει αρρύθμιστο και το Κογκρέσο επιχειρεί με νόμους της περασμένης 10ετίας να ελέγξει τις παραβιάσεις εκλογικής διαδικασίας, ενώ ανάγει τον επηρεασμό και ενδεχομένως τη χειραγώγηση σε συνωμοσία ώστε να αποκτήσει νομικά και ποινικά εργαλεία με τα οποία θα στείλει μήνυμα και θα χαλιναγωγήσει τους τρίτους που επιχειρούν να παρέμβουν.
Η Ρωσία, από την πλευρά της, έχει θεσπίσει με νόμο υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών διαδικτύου να εκχωρούν τα κλειδιά κρυπτογράφησης επικοινωνιών σε κρατικό φορέα, υποχρεώνει τις εταιρίες παραγωγής hardware να επιτρέπουν πλήρη έλεγχο όλων των μερών και του software, καταργώντας απριόρι κάθε έννοια ιδιωτικότητας.
Η Κίνα, η Τουρκία, η Μιανμάρ και άλλες χώρες επιλέγουν την πλήρη και προληπτική λογοκρισία, ζητώντας και επιτυγχάνοντας την παραχώρηση ειδικού λογισμικού στις κρατικές αρχές, από το Facebook προκειμένου να του επιτρέψουν να λειτουργήσει στη χώρα. Με τον τρόπο αυτό θα ελέγχεται και θα λογοκρίνεται από το κράτος το περιεχόμενο που θα ανεβαίνει στα προφίλ των χρηστών.
Αυτές οι προσπάθειες ρύθμισης, όμως δεν εμποδίζουν την παραπληροφόρηση, αλλά καταλήγουν να παρεμποδίζουν την πληροφόρηση και να βάζουν σε αναπηρικό καροτσάκι τη Δημοκρατία.
Ο λόγος όμως που η Ρωσία και ο κάθε εν δυνάμει δράστης έχει τη δυνατότητα να παραπληροφορεί είναι η διαμόρφωση συνθηκών μονοπωλίου τόσο στα social media όσο και στις μηχανές αναζήτησης. Οι εταιρίες του κλάδου έχουν πολλές φορές κεφαλαιοποίηση ή ακόμα και ταμείο, μεγαλύτερο από το ΑΕΠ πολλών μεμονωμένων χωρών, γεγονός που αποδεικνύει την οικονομική ισχύ τους, ενώ τα δισεκατομμύρια χρηστών είναι το βασικό τους κεφάλαιο, καθώς αυτά αποτιμώνται τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά.
Συνεπώς, όταν εταιρίες συγκεντρώνουν τόσο μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη, έχουν τη δυνατότητα να συνδιαλλαγούν με τις κυβερνήσεις και να επιβληθούν στους χρήστες τους, ενώ η πολυπλοκότητα των συστημάτων καθιστά πρακτικά αδύνατο τον συνεχή έλεγχο τήρησης των κανονισμών. Αυτό έχει αποδειχθεί στο ζήτημα της φοροαποφυγής των μεγάλων εταιριών.
Ποιός μπορεί να ελέγξει και να επιβάλλει την τήρηση των κανονισμών στη Google, που ελέγχει το 80% της αγοράς αναζητήσεων, με ταμείο 10,36 δισ., βραχυχρόνιες επενδύσεις 99 δισ. και συνολικά περιουσιακά στοιχεία 84,2 δισ. Το Facebook, διαθέτει 2 δισ. μηνιαίους χρήστες της υπηρεσίας, ταμείο 8,08 δισ. και συνολικά περιουσιακά στοιχεία 84,2 δισ.
Η Google έχει επίσης επικριθεί για προσπάθεια παρέμβασης, υπέρ της Χίλαρι Κλίντον στις αμερικανικές εκλογές, ενώ στην Ευρώπη αντιμετωπίζει σκληρή κριτική, όχι μόνο για τις φορολογικές πρακτικές της και την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης έναντι του ανταγωνισμού αλλά και για το φαινόμενο των περιστρεφόμενων θυρών για τους υπαλλήλους και τα στελέχη της, καθώς σε πολλές περιπτώσεις πηγαινοέρχονται μεταξύ της εταιρίας και της Κομισιόν, τάση που αποδεικνύει την αδυναμία ουσιαστικού ελέγχου.
Το ενδεχόμενο, όμως, διάσπασης εταιριών όπως το Google και το Facebook, είναι ένα σενάριο το οποίο αν και τέθηκε επί τάπητος στο παρελθόν εν τούτοις δεν έχει τύχει ουσιαστικής διεργασίας. Αν τα μεγαθήρια αποδυναμωθούν, νέοι παίχτες αναδειχθούν και η πίτα ανακατανεμηθεί, τότε η προσπάθεια επηρεασμού θα είναι δυσκολότερη.