Με τις ελληνοτουρικικές σχέσεις να βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού, τους διαύλους επικοινωνίας άλλοτε φραγμένους και άλλοτε αναξιόπιστους, η δημόσια διπλωματία μέσω δηλώσεων αναδεικνύεται σε καταλύτη εξελίξεων και δικλείδα ασφαλείας για την αποφυγή ακόμα και θερμών επεισοδίων.
Ο Ταγίπ Ερντογάν ενόψει εκλογών αλλά και νωρίτερα εφάρμοζε πολιτική διαφοροποιημένων ακροατηρίων, καθώς προσπαθεί να ισορροπήσει πολιτικά πείθοντας για το εθνικιστικό του προφίλ στο εσωτερικό και ταυτόχρονα να αποδείξει ότι είναι αξιόπιστος και λογικός -μέσα στη μαξιμαλιστική του θεώρηση- συνομιλητής απέναντι στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η προσπάθεια αυτή δυσχεραίνεται όμως από τις ερμηνείες που αποδίδουν στις δηλώσεις του τα media στην Τουρκία, κυρίως όμως στην Ελλάδα.
Αν και δεν υπάρχει ικανός αντίπαλος για να αμφισβητήσει την επικράτησή του στις εκλογές, το ποσοστό που θα λάβει και η εκλογή από τον πρώτο γύρο, ώστε να μην υπάρξει αντισυσπείρωση σε ένα πόλο, είναι τα δυο μείζονα ζητήματα και στοιχήματα που θέτει ο ίδιος και με βάση την έκβασή τους αξιολογείται διεθνώς.
Ο Τούρκος πρόεδρος προσπαθώντας να διαχωρίσει τα μηνύματα που απευθύνονται στο εσωτερικό και στο διεθνές ακροατήριο επιλέγει εκδηλώσεις, ενώ πολλές φορές αναθέτει σε πρόσωπα του στενού του κύκλου ή και υπουργούς να μιλήσουν, ενώ ο ίδιος μένει ένα βήμα πίσω.
Η παρατεταμένη περίοδος έντασης, όμως, έχει οδηγήσει στην αναβίωση εθνικιστικών τάσεων στις κοινωνίες και των δύο χωρών, δυναμική που εκμεταλλεύονται τα media, είτε επιζητώντας μεγαλύτερη απήχηση, είτε παίζοντας μικροπολιτικά παιχνίδια, είτε και τα δύο μαζί.
Ο τρόπος χειρισμού της δημόσιας διπλωματίας των δηλώσεων, από τα media, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, οδηγεί σε εθνικιστικές εκρήξεις στην κοινωνία, στρεβλώνει και -πολλές φορές- διαστρεβλώνει τα μήνυμα των δηλώσεων και “ανακατεύει” τα ακροατήρια. Η πολιτική αναπαραγωγής και ενίσχυσης των ήδη υψηλών και πολλές φορές εμπρηστικών τόνων του Ταγίπ Ερντογάν από τα ελληνικά media, απειλεί όμως πρωτίστως την Ελλάδα, καθώς δημιουργεί συνθήκες παγίδευσης της κυβέρνησης ανάμεσα σε μια αγανακτισμένη κοινωνία και έναν εγκλωβισμένο και νευρικό εταίρο, καθιστώντας το λάθος πολύ πιο πιθανό και περιορίζοντας το πεδίο αναζήτησης λύσεων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αναπαραγωγή αποσπασμάτων από την πρόσφατη συνέντευξη του Ταγίπ Ερντογάν στο τουρκικό τηλεοπτικό δίκτυο NTV, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Τούρκος πρόεδρος έδειξε ψήγματα αλλαγής στάσης και ρητορικής απέναντι στην Ελλάδα, κάνοντας λόγο για τη σπουδαιότητα της ειρήνης,
«Εμείς δεν προσπαθούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο. Βλέπουμε την Ελλάδα ως γείτονά μας. Ακόμα και αν υπάρχουν ορισμένα προβλήματα, θέλουμε να τα ξεπεράσουμε. Να καθίσουμε στο τραπέζι και να τα αφήσουμε πίσω. Πρόκειται για τη θάλασσα και τον αέρα (…). Αεροπλάνα και πλοία να περνάνε ελεύθερα (…). Γιατί να επισκιάζουμε και να κηλιδώνουμε την ειρήνη; Χρειαζόμαστε ειρήνη στον κόσμο. Πόσο μάλλον που η ειρήνη μας με την Ελλάδα δεν μοιάζει με καμία άλλη»
είπε ο Ερντογάν, ενώ σε άλλο σκέλος έδειξε να επανέρχεται στο θέμα των δύο Ελλήνων στρατιωτικών με συμψηφιστική διάθεση ως προς την υπόθεση των 8 Τούρκων,
«Μας ζήτησαν να επιστρέψουμε τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς κι εμείς τους είπαμε ότι υπάρχουν 8 στρατιωτικοί του FETO που προσπάθησαν να κάνουν πραξικόπημα. Πρώτα αυτούς πρέπει να μας δώσετε, αν μας δώσετε αυτούς τότε μπορούμε να βάλουμε στο τραπέζι τους δύο»
ενώ σε άλλο σημείο της συνέντευξής του είπε ότι
«για να άρουμε το θέμα της παραβίασης των συνόρων από τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς και να φέρουμε το θέμα, επιστρέψτε τους 8 Τούρκους στρατιωτικούς».
Τα ελληνικά media ανέδειξαν αρχικά το θέμα της ειρήνης, αλλά πολύ σύντομα εστίασαν στο ζήτημα της κράτησης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, ερμηνεύοντας -κατά το δοκούν- τις δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν, υποστηρίζοντας ότι θέτει επισήμως θέμα ανταλλαγής, ενώ στην πραγματικότητα το ακροατήριο αυτού του σκέλους ήταν το εσωτερικό. Σε αυτά τα δημοσιεύματα πρώτος αντέδρασε, υιοθετώντας την ελληνική εκδοχή των δηλώσεων Ερντογάν, ο υπουργός Άμυνας, Πάνος Καμμένος, επανερχόμενος στο ζήτημα ομηρίας και αναγνωρίζοντας -από θέσεως- ότι ο Τούρκος πρόεδρος θέτει ζήτημα ανταλλαγής.
«Όταν μίλησα για ομηρία των Ελλήνων στρατιωτικών δέχτηκα ακόμη μια φορά επίθεση, χλευασμό δυστυχώς επιβεβαιώνομαι με την «πρόταση ανταλλαγής».
δήλωσε με ανάρτησή του στο twitter ο Πάνος Καμμένος.
Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα φάνηκε όχι μόνο να ερμηνεύει αυθαίρετα δηλώσεις του Τούρκου προέδρου, αλλά να απορρίπτει και πρόταση, πιστώνοντας πόνους στην τουρκική διπλωματία, περιορίζοντας τη δυνατότητα πολιτικών ελιγμών της κυβέρνησης και “καίγοντας” την γέφυρα που φάνηκε να ρίχνει ο Ταγίπ Ερντογάν μιλώντας για τη σημασία της ειρήνης με την Ελλάδα.
Χρειάστηκε μπαράζ παρεμβάσεων από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο και το Μέγαρο Μαξίμου για να δείξει η Ελλάδα ότι αξιολογεί τις δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν στην πραγματική τους διάσταση.
Με πολύ προσεκτικές διατυπώσεις ο Προκόπης Παυλόπουλος απέφυγε να αναγνωρίσει τις δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν ως πρόταση ανταλλαγής, με τρόπο που επιτρέπει την ανασκευή ή/και τη διασταλτική ερμηνεία τους, δείχνοντας ότι η Ελλάδα δεν θα αναγνώσει προθέσεις που αντιτίθενται στο διεθνές Δίκαιο, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων ότι:
«είναι ευπρόσδεκτες οι δηλώσεις Ερντογάν για ειρηνική συνύπαρξη. Μόνο που τέτοιες δηλώσεις έχουν σημασία όταν συνοδεύονται επό έργα και κάτι τέτοιο δεν προκύπτει αν αναλογιστεί κανείς όσα τονίστηκαν απ΄την πλευρά του για τους δύο Ελληνες που κρατούνται αυθαιρέτως».
ενώ το Μέγαρο Μαξίμου, κινούμενο στο ίδιο μήκος κύματος, επιβεβαίωσε ότι το μήνυμα ελήφθη και απάντησε,
«Από τις χθεσινές δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου κρατούμε το θετικό σκέλος.
Τη στροφή του υπέρ της ειρήνης στο Αιγαίο και τη στήριξη στον διάλογο ανάμεσα στις δύο χώρες σε σημαντικούς τομείς, μεταξύ των οποίων και στην ασφάλεια. Περιμένουμε, ωστόσο, όλα αυτά να φανούν στην πράξη με την αλλαγή της προκλητικής τουρκικής συμπεριφοράς στο Αιγαίο.
Σε ό,τι αφορά αναφορές περί ανταλλαγής ή συμψηφισμού, μεταξύ του ζητήματος των δύο Ελλήνων στρατιωτικών με άλλα ζητήματα, τονίζουμε για άλλη μία φορά ότι είναι απαράδεκτη και απορριπτέα.
Η θέση της Ελλάδας, αλλά και της Ε.Ε. στο σύνολό της, είναι σαφής και σταθερή για την ανάγκη άμεσης επιστροφής των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, χωρίς απαράδεκτους συμψηφισμούς και προϋποθέσεις».
Σε προγενέστερο χρόνο τα ελληνικά mainstream media είχαν αναδείξει ως ειδήσεις ενέργειες της τουρκικής προπαγάνδας συμβάλλοντας καθοριστικά στην κλιμάκωση της έντασης και υποσκάπτοντας το ρόλο της διπλωματίας.
Εσχάτως αναπαρήγαν δηλώσεις συμβούλου του Ταγίπ Ερντογάν που στόχο είχαν να καθησυχάσουν το εσωτερικό ακροατήριο, μετά από τις δηλώσεις του Τούρκου προέδρου για την ειρήνη στο Αιγαίο, ως πρόκληση απέναντι στην Ελλάδα.