Ως προσπάθεια πυροδοτήσουν διεργασίες που θα οδηγήσουν στην ανάδειξη της ιδεολογικής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ, ερμηνεύονται τα κείμενα που προέκυψαν από τη διήμερη συνάντηση του ιδεολογικού ρεύματος των 53+, ανοίγοντας παράλληλα τη συζήτηση για τον επαναπροσδιορισμό του εύρους μέσα στο οποίο θα αναζητηθούν πολιτικές προσεγγίσεις και την αναγνώριση των αντιπάλων σε κοινωνικο-οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο.
Οι 53+ επιχειρούν να στείλουν ένα ηχηρό μήνυμα στον Αλέξη Τσίπρα, προσδιορίζοντας εξαντλητικά τα όρια της πολιτικής ανοχής τόσο μέσω της ιδεολογικής συνάφειας, όσο και δια της οριοθέτησης του πολιτικού ήθους και συμπεριφοράς. Με τον τρόπο αυτό οι 53+ φαίνεται να στέλνουν ένα τελεσίγραφο προς το Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο αν και δεν είναι πρόδηλο, είναι ξεκάθαρο, αν ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των κομματικών και πολιτικών ισορροπιών που έχουν διαμορφωθεί στον ΣΥΡΙΖΑ και της δυναμικής που αναπτύσσεται στον χώρο της κεντροαριστεράς.
Ωστόσο, παραμένει αβέβαιο το όριο που εσωτερικά τίθεται στο ενδεχόμενο μιας ριζικής διαφωνίας με το Μαξίμου, οι “κανόνες εμπλοκής” σε μια πολιτική σύγκρουση ή ακόμα και σε μια ακόμη κίνηση επιβολής υπό τον μανδύα του προεδρικού κόμματος.
Μεταξύ άλλων οι 53+ σημειώνουν ότι «ερασιτεχνισμοί, επιπολαιότητες, πρακτικές παλαιάς κοπής, πολεμική ορολογία, γραφικότητες, όπου δεν θα δίναμε σημασία, αν δεν ήταν στην παρούσα φάση επικίνδυνες, δεν έχουν σχέση με τη δική μας αριστερά, και επιπλέον θέτουν το όριο αντοχής των πολιτικών μας συμμαχιών».
Τονίζουν, δε, πως
«για εμάς, πρώτιστο καθήκον είναι η υπόθεση της ειρήνης. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, που δεν τη διασφαλίζει, που δεν επιδιώκει με σταθερό τρόπο την αποκλιμάκωση της έντασης, είναι σαφώς αντίπαλη».
Παράλληλα εμβαθύνουν, στα γνωστά αλλά “ξεχασμένα” ταξικά και προοδευτικά χαρακτηριστικά:
Από τα ζητήματα που αφορούν την υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας, την αύξηση του βασικού μισθού και τις συλλογικές συμβάσεις, έως την ουσιαστική αντιμετώπιση της σκοταδιστικής στάσης και πρακτικής σημαντικού μέρους της εκκλησίας. Από τη θαρραλέα επίλυση του μακεδονικού ζητήματος, χωρίς επιρροές από παλιές λανθασμένες θέσεις ή μπρος πίσω εξαιτίας πιέσεων που ασκεί η «εγχώρια» δεξιά ή η παραδοσιακή δεξιά, έως παρεμβάσεις σε πολλαπλά επίπεδα, που θα διευρύνουν τις ελευθερίες, τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, όπως για παράδειγμα τον πολιτικό γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια και την παιδοθεσία
Σε άλλο σημείο των συμπερασμάτων γίνεται ακόμα πιο σαφής αναφορά στις διαφορές και αναδεικνύεται έδαφος συγκρούσεων:
Πρόσφατα, μάλιστα –και αφού είχαν προηγηθεί σκοταδιστικές, ομοφοβικές και ακροδεξιές κορώνες και πρακτικές από κύκλους της ηγεσίας της εκκλησίας-, ζήσαμε για άλλη μια φορά την υποδοχή του «Αγίου Φωτός», ως παγανιστικό τελετουργικό, με την παρουσία στελεχών της κυβέρνησης και της ναζιστικής συμμορίας. Η διατήρηση της παράλογης και έξω από το όριο ενός κοσμικού κράτους, τελετής, δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά και αμφιβολίες σε έναν κόσμο -όχι αναγκαστικά αριστερό-, που περιμένει από την αριστερά να προχωρήσει με θαρραλέα βήματα στο διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας (σε αυτό πρέπει να επιμείνουμε) ή, αν μη τι άλλο, να βάλει φρένο στο θρησκευτικό φονταμενταλισμό.
Οι 53+ στοχοποιούν τον Πάνο Καμμένο, ενώ παράλληλα -με μια λέξη- επιχειρούν να χαλιναγωγήσουν τον Παύλο Πολάκη, όχι ως πρόσωπο, αλλά ως πολιτική επιλογή του Αλέξη Τσίπρα, ενώ έχουν σε προγενέστερο χρόνο επικρίνει την έλλειψη δημοκρατικών διαδικασικών στο κόμμα, ως απόρροια του αρχηγικού μοντέλου που ακολουθείται. Τα κείμενα που παρήγε η τελευταία, διήμερη, συνάντηση του ιδεολογικού ρεύματος που αποτελεί την ιδεολογική προμετωπίδα του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι απομονωμένα και αποσπασματικά αλλά αποτελούν μια μετριοπαθή έκφραση σωρευμένου θυμού και αγανάκτησης.
Για παράδειγμα, στο πεδίο αποκάλυψης σκανδάλων, ειδικά στο χώρο της υγείας, χρειάζεται να το χειριστούμε ως το τέλος με τη μέγιστη δυνατή σοβαρότητα και με θεσμική ευθύνη. Να επιμείνουμε σε αυτό που είπε και ο Αλέξης Τσίπρας ότι στο τέλος της ημέρας οι ένοχοι πρέπει να αποκαλυφθούν και να τιμωρηθούν και οι αθώοι να παραδοθούν αθώοι στην κοινωνία, λαμβάνοντας και όλες τις θεσμικές πρωτοβουλίες που μας θωρακίζουν για το μέλλον.
Προσφάτως, με αφορμή το Σκοπιανό, οι κυβερνητικοί εταίροι προσδιόρισαν την κυβέρνηση ως ειδικού σκοπού, θέτοντας την έξοδο από τα Μνημόνια και την κάθαρση ως τα δύο προγραμματικά ζητήματα που αποτέλεσαν κοινούς στόχους και ξεκαθαρίζοντας ότι οι πολιτικές διαφωνίες σε άλλα ζητήματα δεν αποτελούν λόγο πτώσης της κυβέρνησης. Παράλληλα, το Μαξίμου σε μια προσπάθεια να διαχειριστεί και να περιορίσει την -εγνωσμένη- εσωτερική δυσανεξία στον Πάνο Καμμένο και να αποκτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων για τον προσδιορισμό της πολιτικής και ιδεολογικής κατεύθυνσης, όρισε τον Φώτη Κουβέλη αναπληρωτή υπουργό Άμυνας, περιορίζοντας το δραστικό βεληνεκές του Πάνου Καμμένου.
Τα διλήμματα και οι διαχωριστικές γραμμές, στην πορεία, θα τεθούν με μεγαλύτερη σαφήνεια. Από τη μια πλευρά, οι δυνάμεις που θέλουν έξοδο από τη μονόπλευρη λιτότητα και τα μνημόνια, οι δυνάμεις που εργάζονται για τη συγκρότηση του κοινωνικού κράτους, που διασφαλίζει την αξιοπρέπεια του πολίτη, δυνάμεις που επιδιώκουν την αναδιανομή υπέρ των αδύναμων στρωμάτων της κοινωνίας έναντι του πλούτου, που υπερασπίζονται τον κόσμο της εργασίας, ενισχύουν και διευρύνουν τις κοινωνικές, πολιτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα. Οι δυνάμεις αυτές, που στέκονται αλληλέγγυες στους πρόσφυγες, στους μετανάστες και τις μετανάστριες. Στην ίδια λογική, οι ίδιες δυνάμεις επιδιώκουν την επίλυση των ανοιχτών ζητημάτων, όπως το Μακεδονικό, και την απομόνωση των εθνικισμών, ανοίγουν μέτωπο απέναντι στις «εξυπηρετήσεις», την «μικρό» και μεγαλοδιαφθορά. Και από την άλλη οι δυνάμεις της συντήρησης και του εθνικισμού, που με υπερβάλλοντα ρεβανσισμό, καλλιεργούν και ενισχύουν ακροδεξιές, ξενοφοβικές – αντιμεταναστευτικές και ομοφοβικές αντιλήψεις. Οι δυνάμεις αυτές, που ανεξάρτητα της ρητορικής τους, στέκονται στο πλευρό του πλούτου, ενάντια στον κόσμο της εργασίας και τα δικαιώματά του.
Είναι όλα αυτά, που διαχωρίζουν την αριστερά από τη δεξιά, τον ΣΥΡΙΖΑ από τη Νέα Δημοκρατία. Σε αυτή τη βάση χρειάζεται και στο πολιτικό πεδίο να πάρουμε ανάλογες πρωτοβουλίες σε ένα τοπίο δυναμικής εξέλιξης και αναδιάταξης. Η αναθεώρηση του συντάγματος σε προοδευτική κατεύθυνση, σε κατεύθυνση κατοχύρωσης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, είναι σίγουρα ένα τέτοιο πεδίο.
Ο Φώτης Κουβέλης, από την πλευρά του, επαναλαμβάνει διαρκώς ότι ως αναπληρωτής υπουργός αναφέρεται απευθείας στον Αλέξη Τσίπρα, ξεκαθαρίζει ότι συνεργάζεται με τον Πάνο Καμμένο χωρίς όμως να εκχωρούνται ιδεολογικές ταυτότητες και δράττεται κάθε ευκαιρίας για να αναδείξει τη διαφορά πολιτικής ρητορικής με τον πρόεδρο των ΑΝΕΛ.
Παρ’ όλα αυτά το κείμενο των 53+ φαίνεται να στιγματίζει πολλές από τις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει το Μαξίμου, ως οπορτουνιστικές, επιδερμικές και χωρίς επαρκή διεργασία.
Η πολύπλευρη αυτή κριτική στον τρόπο λειτουργίας του Αλέξη Τσίπρα συνιστά σαφή μομφή για το περιβάλλον του, το οποίο κατηγορείται εμμέσως, πλην σαφώς, ότι έχει υποκαταστήσει το κόμμα και επιχειρεί να ποδηγετήσει τη βάση.
Οι 53+ αποφεύγουν την ισοπέδωση του κυβερνητικού έργου αναδεικνύοντας συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που συνέβαλλαν στη διατήρηση της συνοχής και αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες που προέκυψαν από τον συμβιβασμό του 2015. Ωστόσο κάνουν λόγο για συστηματική προσπάθεια υπονόμευσης του Μνημονίου, θέση που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη λογική ιδιοκτησίας του προγράμματος που έχει αποδεχθεί η κυβέρνηση, στο πλαίσιο της οικοδόμησης εμπιστοσύνης με τους εταίρους.
Επίσης, εντύπωση προκαλεί ο αυτοπροσδιορισμός ως “ιδεολογικό ρεύμα” και η ιδιοκτησία του, στην ίδια φράση, με τη φράση “το δικό μας”, ρητορική που δύσκολα απαντάται σε ιδεολογικά και πολιτικά κείμενα της αριστεράς και η οποία φαίνεται ότι αποτελεί προσπάθεια οριοθέτησης του ρεύματος έναντι της κυβέρνησης και του κόμματος.
Ακολουθεί το κείμενο των 53+:
Το «μετά» να αρχίσει από σήμερα
«Το επόμενο χρονικό διάστημα είναι απολύτως κρίσιμο για την κυβέρνησή μας και τον ΣΥΡΙΖΑ. Η πορεία μέχρι τον Αύγουστο, ο σχεδιασμός της μεταμνημονιακής περιόδου, αλλά και τι θα συμβεί μετά, σχηματοποιούν το πεδίο, στο οποίο μπορεί, και ασφαλώς πρέπει, να αναπτυχθεί ένα ολοκληρωμένο πολιτικό σχέδιο. Το σχέδιο αυτό οφείλει να μας εξασφαλίσει τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις, ώστε να δώσουμε την κρίσιμη μάχη στο κοινωνικό και ταξικό πεδίο από όλες τις θέσεις, από κυβέρνηση, κόμμα, κίνημα. Στόχος μας οφείλει να είναι η βελτίωση στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο της θέσης του κόσμου της εργασίας. Η σταθεροποίηση και η βελτίωση των κοινωνικών μας συμμαχιών. Η παρέμβαση στην κοινωνία επηρεάζοντάς την σε αριστερή και προοδευτική κατεύθυνση, ενάντια σε οπισθοδρομικές, εθνικιστικές και συντηρητικές απόψεις, που διατρέχουν το κοινωνικό πεδίο.
Το τι θα συμβεί την αμέσως επόμενη περίοδο, μετά τον επώδυνο συμβιβασμό του 2015 και τη δύσκολη πορεία μέχρι σήμερα, συμπυκνώνει και παράγει διαδικασίες, που θα επηρεάσουν για μακρύ διάστημα τη θέση της κοινωνικής πλειοψηφίας στη χώρα μας, τη δημοκρατία και τους θεσμούς, το παραγωγικό μοντέλο, τη διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος και την πορεία της αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ.
Το… «μετά»
Η συζήτηση για το «μετά» έχει ήδη αρχίσει, και πράγματι, έχει σχέση με τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς συσχετισμούς, με τις υπαρκτές δυνατότητες, δεσμεύσεις και δυσκολίες, με την αποφασιστικότητα που χρειάζεται να δείξει η κυβέρνηση, όπως και οι δυνάμεις της αριστεράς, της οικολογίας, το κίνημα συνολικά.
Το «μετά», λοιπόν, ως δρόμος και όχι ως μια στιγμή, προϋποθέτει διεξοδική συζήτηση εντός του κόμματος, δημόσιο διάλογο, όραμα και αξίες, αφετηριακό σημείο στο έδαφος της Αριστεράς.
Η έξοδος από το «πρόγραμμα», το οποίο ασφαλώς δεν ήταν ούτε για μια στιγμή ιδιοκτησία της αριστεράς, αποτελεί σε συμβολικό και πραγματικό επίπεδο μια σημαντική τομή.
Είναι σαφές, ωστόσο, πως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε, να προσπεράσουμε ή να υποτιμήσουμε, τόσο τον πολιτικό αντίπαλο, όσο και το μνημονιακό υπόστρωμα, που αναμφίβολα έχει περικυκλώσει, όχι μόνο το παρόν, αλλά, ως ένα βαθμό, και το ορατό μέλλον.
Η έξοδος από το μνημονιακό πρόγραμμα και το «μετά», σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας στην Ε.Ε., δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση, θα είναι δρόμος με συνεχή εμπόδια. Ως προς αυτό, δεν έχουμε καμία αμφιβολία. Το σχέδιο του ιδεολογικού και πολιτικού μας αντιπάλου, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, περιλαμβάνει νέες πιέσεις και διατήρηση της εποπτείας, έστω και αν αυτή αντικειμενικά θα αποδυναμωθεί. Η επιδίωξή μας είναι σαφής, να περάσουμε, δηλαδή, σε μια κατάσταση μεταμνημονιακής «κανονικότητας», ανάλογη με αυτή των χωρών που βγήκαν από τα μνημόνια, όπως η Κύπρος και η Πορτογαλία. Ωστόσο, η παραδοχή αυτής της πραγματικότητας, όσο και αν είναι σκληρή ή δεν ενισχύει μια υπέρμετρη αισιοδοξία, είναι απαραίτητη και χρήσιμη, έτσι ώστε ο δικός μας σχεδιασμός να πατάει σε στέρεο έδαφος και ταυτόχρονα να μπορεί να προετοιμάσει τις γραμμές άμυνας και τον τρόπο αντιμετώπισης των όπλων της απέναντι πλευράς.
Το επόμενο χρονικό διάστημα θα χρειαστεί να διευρύνουμε και να επανασυσπειρώσουμε το κοινωνικό μας «ακροατήριο» και τις κοινωνικές μας συμμαχίες.
Αρχικός μας στόχος είναι η έξοδος από τη σκληρή επιτροπεία. Έτσι, θα έχουμε πράγματι σαφή δυνατότητα να αλλάξουμε επί της ουσίας το κλίμα, που με λυσσαλέο τρόπο, στο εσωτερικό της χώρας, επιχειρούν να επιβάλουν η Νέα Δημοκρατία, το πολιτικό, μιντιακό, επιχειρηματικό, ιδεολογικό και θρησκευτικό κατεστημένο. Μόνο αν αποτελεσματικά αξιοποιήσουμε τη δυνατότητα, που μας δίνεται, θα μπορέσουμε να επανασυσπειρώσουμε εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις, που πίστεψαν στο όραμα της ανατροπής, που πάλεψαν ενάντια στη λιτότητα στις πλατείες, που ενίσχυσαν εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα βρίσκονται μεταξύ άκυρου –λευκού –αποχής, χωρίς όμως να στρέφονται σε άλλους πολιτικούς χώρους.
Τα διλήμματα και οι διαχωριστικές γραμμές, στην πορεία, θα τεθούν με μεγαλύτερη σαφήνεια. Από τη μια πλευρά, οι δυνάμεις που θέλουν έξοδο από τη μονόπλευρη λιτότητα και τα μνημόνια, οι δυνάμεις που εργάζονται για τη συγκρότηση του κοινωνικού κράτους, που διασφαλίζει την αξιοπρέπεια του πολίτη, δυνάμεις που επιδιώκουν την αναδιανομή υπέρ των αδύναμων στρωμάτων της κοινωνίας έναντι του πλούτου, που υπερασπίζονται τον κόσμο της εργασίας, ενισχύουν και διευρύνουν τις κοινωνικές, πολιτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα. Οι δυνάμεις αυτές, που στέκονται αλληλέγγυες στους πρόσφυγες, στους μετανάστες και τις μετανάστριες. Στην ίδια λογική, οι ίδιες δυνάμεις επιδιώκουν την επίλυση των ανοιχτών ζητημάτων, όπως το Μακεδονικό, και την απομόνωση των εθνικισμών, ανοίγουν μέτωπο απέναντι στις «εξυπηρετήσεις», την «μικρό» και μεγαλοδιαφθορά.Και από την άλλη οι δυνάμεις της συντήρησης και του εθνικισμού, που με υπερβάλλοντα ρεβανσισμό, καλλιεργούν και ενισχύουν ακροδεξιές, ξενοφοβικές – αντιμεταναστευτικές και ομοφοβικές αντιλήψεις. Οι δυνάμεις αυτές, που ανεξάρτητα της ρητορικής τους, στέκονται στο πλευρό του πλούτου, ενάντια στον κόσμο της εργασίας και τα δικαιώματά του.
Είναι όλα αυτά, που διαχωρίζουν την αριστερά από τη δεξιά, τον ΣΥΡΙΖΑ από τη Νέα Δημοκρατία. Σε αυτή τη βάση χρειάζεται και στο πολιτικό πεδίο να πάρουμε ανάλογες πρωτοβουλίες σε ένα τοπίο δυναμικής εξέλιξης και αναδιάταξης. Η αναθεώρηση του συντάγματος σε προοδευτική κατεύθυνση, σε κατεύθυνση κατοχύρωσης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, είναι σίγουρα ένα τέτοιο πεδίο.
Δύσκολο διεθνές περιβάλλον
Η συζήτησή μας, όμως, δεν γίνεται σε ένα ευνοϊκό, για την αριστερά, πολιτικό και γεωστρατηγικό περιβάλλον. Η ευρύτερη περιοχή μας φλέγεται, τα τύμπανα του πολέμου ακούγονται στη γειτονιά μας. Οι εξελίξεις στην Συρία και ευρύτερα στη Μέση Ανατολή, αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο για μια ευρύτερη και επικίνδυνη σύρραξη. Ήδη, έχουμε σαφή δείγματα αυτής της πρακτικής, καθώς τις προηγούμενες ημέρες, ΗΠΑ, Γαλλία και Βρετανία εξαπέλυσαν πυραυλική επίθεση στην πολύπαθη Συρία. Οι «υπερδυνάμεις» τρίζουν τα δόντια τους, με τον Τραμπ να διαμορφώνει, επιπλέον, συνθήκες εμπορικού πολέμου, που επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο τις ισορροπίες διεθνώς. Την ίδια στιγμή, οι εθνικισμοί στην Ευρώπη φουντώνουν, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός είναι μια υπαρκτή πραγματικότητα, η άκρα δεξιά και οι ναζιστικές συμμορίες κερδίζουν έδαφος. Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, παρά τις αμφισβητήσεις, παραμένει κυρίαρχος. Η σοσιαλδημοκρατία, τραυματισμένη, όπως φάνηκε δυστυχώς και στη Γερμανία – με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως αυτή του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας- παραμένει προσδεδεμένη στο άρμα της ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης δεξιάς.
Η εξαίρεση της Ελλάδας, λοιπόν, το πείραμα της Πορτογαλίας, οι αντιστάσεις στην Ισπανία, δεν αρκούν για τη δημιουργία στο ορατό μέλλον ενός αξιόπιστου και αριστερόστροφου τόξου στο Νότο, που θα ήταν σε θέση να στείλει ηχηρό μήνυμα στην κυρίαρχη Ευρώπη.
Οι διεργασίες, που διαφαίνονται, ανάμεσα σε Μακρόν – Μέρκελ, για λείανση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη, δεν αποτελεί ελπίδα, ούτε μπορεί να αφορά τη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή αριστερά. Ενώ, από τη μια χρειάζεται να τις παρακολουθούμε και να ενισχύουμε τα όποια, ενδεχομένως, μικρά ανοίγματα, από την άλλη οφείλουμε να επιμένουμε στην στρατηγική της αριστεράς για μια άλλη Ευρώπη, ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και τους εθνικισμούς. Για μια Ευρώπη της αλληλεγγύης, του κόσμου της εργασίας και των δικαιωμάτων. Το ενδεχόμενο πρόσδεσης της αριστεράς, με τον έναν ή άλλο τρόπο, στο όχημα μιας πορείας προς ένα δήθεν πολιτικό ορθολογισμό, θα οδηγούσε σε βίαιη μετάλλαξη, θα την μετέτρεπε σε συμπληρωματική δύναμη ενός συστήματος, που αμφισβητείται πανταχόθεν.
Και ενώ συνολικά η Ευρώπη γέρνει προς την ξενοφοβία και το συντηρητισμό, το αυταρχικό και φιλοπολεμικό καθεστώς Ερντογάν στην Τουρκία, που αιφνιδιαστικά προχωράει σε εκλογές, προκαλεί: εντείνει υπέρμετρα τον τουρκικό εθνικισμό,δημιουργώντας μια πρόσθετη δυσκολία, που ασφαλώς πρέπει να αντιμετωπιστεί με ψυχραιμία και σύνεση. Ερασιτεχνισμοί, επιπολαιότητες, πρακτικές παλαιάς κοπής, πολεμική ορολογία, γραφικότητες, όπου δεν θα δίναμε σημασία, αν δεν ήταν στην παρούσα φάση επικίνδυνες, δεν έχουν σχέση με τη δική μας αριστερά, και επιπλέον θέτουν το όριο αντοχής των πολιτικών μας συμμαχιών. Για εμάς, πρώτιστο καθήκον είναι η υπόθεση της ειρήνης. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, που δεν τη διασφαλίζει, που δεν επιδιώκει με σταθερό τρόπο την αποκλιμάκωση της έντασης, είναι σαφώς αντίπαλη. Γι αυτό, άλλωστε, χρειάζεται να εντείνουμε τις προσπάθειες και τις πρωτοβουλίες μας, για τη συγκρότηση ενός πολύμορφου κινήματος ειρήνης, τόσο στην Ελλάδα, όσο και την Ευρώπη.
Υποστηρίζουμε ότι πρέπει να προχωρήσουμε αποφασιστικά, χωρίς βήματα προς τα πίσω, στην επίλυση των διαφορών με τους βόρειους γείτονές μας, την Αλβανία και την π.ΓΔΜ. Οι δυσκολίες στη σχέση μας με την κυβέρνηση της Τουρκίας, είναι ένας ακόμα λόγος, ασφαλώς όχι ο μοναδικός και όχι ο κύριος προς αυτήν την κατεύθυνση. Η αριστερά θα γίνει πιο πειστική αν προβάλει ενεργά τις θεμελιώδεις αξίες της, όπως ο διεθνισμός και η συναδέλφωση των λαών, αντί να ακροβατεί σε αναζήτηση μιας αδύναμης ισορροπίας με τους αρνητές της ταυτότητας και εν τέλει της αξιοπρέπειας ενός λαού. Αν η αριστερά θέλει να παίξει τον ιστορικό της ρόλο και να διαμορφώσει όρους ιδεολογικής ηγεμονίας, είναι αυτονόητη η σύγκρουση με την εθνικιστική δεξιά και το εκκλησιαστικό κατεστημένο, που παρεμβαίνει πλέον απροκάλυπτα επί παντός του επιστητού. Η αριστερά έχει αποδείξει ότι δεν φοβάται να μπει στη μάχη και να αναλάβει το όποιο πολιτικό κόστος. Σε βάθος χρόνου, άλλωστε, εφόσον προχωρήσει αποφασιστικά, θα βγει κερδισμένη.
Ειλικρίνεια
Μέσα σε αυτό το σύνθετο οικονομικό, πολιτικό γεωστρατηγικό περιβάλλον, έχουμε μπροστά μας την αισιόδοξη, ελπιδοφόρα έτσι κι αλλιώς, προοπτική της εξόδου από τα μνημόνια, και την αναγκαία, χωρίς άλλα προαπαιτούμενα, ρύθμιση του χρέους. Οι δυνάμεις μας χρειάζεται να είναι σε εγρήγορση. Διάφορες αβεβαιότητες και διαφορετικές στοχεύσεις, ενδέχεται να δημιουργήσουν κρίσιμα διλήμματα. Ωστόσο, τόσο οι διεθνείς αγορές, όσο και άλλοι παράγοντες φαίνεται να επιδιώκουν, για δικούς τους λόγους, το κλείσιμο της «εκκρεμότητας» Ελλάδα. Η διαπραγμάτευση στην προοπτική της τέταρτης αξιολόγησης, καθώς και η τελική της εξέλιξη για το κλείσιμο του «προγράμματος», αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για τη δική μας παρέμβαση. Βασικό στοιχείο της συνολικής μας προσπάθειας είναι η συγκρότηση μιας στρατηγικής για την ανάπτυξη, που θα βασίζεται, ασφαλώς, στο σεβασμό στο περιβάλλον, την πολιτιστική κληρονομιά και τα εργασιακά δικαιώματα. Είναι, από τη δική μας πλευρά σαφές, πως το αξίωμα που ταυτίζει την απεριόριστη ανάπτυξη με την «πρόοδο», συνεπώς και την κυριαρχία πάνω στη φύση και τον πολιτισμό, δεν μας βρίσκει σύμφωνες και σύμφωνους.
Οι παρεμβάσεις και τα συμπεράσματα από τα περιφερειακά συνέδρια, που έγιναν σε όλη την Ελλάδα, μπορούν να διαμορφώσουν ένα θετικό τοπίο μετά τον Αύγουστο, αν πράγματι ενσωματώσουν τις δικές μας αξίες, κόντρα σε νεοφιλελεύθερες επιλογές. Επιπλέον, κρίσιμος παράγοντας είναι αναμφισβήτητα τα οικονομικά μεγέθη και η πορεία της ανεργίας, που αργά μεν, αλλά σταθερά, φαίνεται να εξελίσσονται ικανοποιητικά, χωρίς ασφαλώς να παραγνωρίζουμε το ποιοτικό και ποσοτικό μέγεθος του ζητήματος. Αν για μας η ανάπτυξη είναι, εκτός από οικονομικό, κυρίως κοινωνικό μέγεθος, θα χρειαστεί να υποδείξουμε το μεγάλο πεδίο δυνατοτήτων της κοινωνικής κατεύθυνσης, της επένδυσης στην παιδεία και την υγεία, στον τομέα της εργασίας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και του κοινωνικού κράτους. Ξεχωριστό, κεντρικό θέμα στο στρατηγικό μας σχέδιο, δεν μπορεί παρά να είναι το ζήτημα της εργασίας, με όλη την ευρύτητα των θεμάτων που περιλαμβάνει (μείωση της ανεργίας, αδήλωτη – υποδηλωμένη, λειτουργία ΟΑΕΔ, ΣΕΠΕ, αύξηση βασικού μισθού, συλλογικές συμβάσεις, κ.λπ.)
Εντούτοις, σε αυτή την πορεία, θα χρειαστεί ειλικρίνεια, αναστοχασμός, αυτοκριτική, παραδοχή των λαθών που έγιναν, των καθυστερήσεων και των άχρηστων υποχωρήσεων σε τομείς και πλευρές που η κυβέρνηση είχε ελευθερία κινήσεων. Το «μετά» άλλωστε, δεν μπορεί να αγνοήσει το «πριν». Για να μπορέσεις να σχεδιάσεις το μέλλον, θα χρειαστεί να δεις τι δεν πήγε καλά, πού και γιατί έγιναν κινήσεις που δεν έχουν καμία σχέση με τις αξίες της αριστεράς. Γιατί υπήρξαν αυτές οι στιγμές, που σημάδεψαν οδυνηρά μια πορεία δύσκολη, ενδιαφέρουσα, με θετικούς βηματισμούς, εν πολλοίς πρωτόγνωρη.
Πρόσφατα, μάλιστα –και αφού είχαν προηγηθεί σκοταδιστικές, ομοφοβικές και ακροδεξιές κορώνες και πρακτικές από κύκλους της ηγεσίας της εκκλησίας-, ζήσαμε για άλλη μια φορά την υποδοχή του «Αγίου Φωτός», ως παγανιστικό τελετουργικό, με την παρουσία στελεχών της κυβέρνησης και της ναζιστικής συμμορίας. Η διατήρηση της παράλογης και έξω από το όριο ενός κοσμικού κράτους, τελετής, δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά και αμφιβολίες σε έναν κόσμο -όχι αναγκαστικά αριστερό-, που περιμένει από την αριστερά να προχωρήσει με θαρραλέα βήματα στο διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας (σε αυτό πρέπει να επιμείνουμε) ή, αν μη τι άλλο, να βάλει φρένο στο θρησκευτικό φονταμενταλισμό.
Ή, γιατί είναι και στην επικαιρότητα, οι τραγικές αστοχίες, που έγιναν στην περίπτωση του απεργού πείνας και δίψας Βασίλη Δημάκη, για ένα θέμα που ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δώσει μάχες, αγώνες, εντός και εκτός Βουλής για να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη ένταξη και συμμετοχή των κρατουμένων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η τοποθέτησή μας, ειδικά για αυτό το θέμα, δεν έχει καμία αμφισιμία. Ο νέος αυτός άνθρωπος δικαιούται, έτσι κι αλλιώς μιας δεύτερης ευκαιρίας, όχι ως χάρη, αλλά ως δικαίωμα και υποχρέωση όλων μας, κυρίως της Πολιτείας. Η θετική, εντέλει, εξέλιξη, δείχνει το δρόμο, που έπρεπε, όμως, να είχε διανυθεί από την αρχή.
Άλλωστε, εντός του «μετά», δεν είναι μόνο οι οικονομικοί δείκτες και το σχέδιο για την ανάπτυξη, που ασφαλώς είναι κρίσιμες πλευρές. Σε αυτή την πορεία, θα χρειαστούν νέες μεγάλες θεσμικές τομές προς όφελος των πολλών και του αόρατου, παροπλισμένου κόσμου. Δείγματα γραφής υπάρχουν: η μεγάλη τομή στην υγεία με την κάλυψη των ανασφάλιστων. Το δίχτυ προστασίας για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που ζουν στο όριο ή και κάτω από το όριο της φτώχειας και τα κέντρα κοινότητας, τομές που έβαλαν φρένο σε μια γενικευμένη ανθρωπιστική κρίση.
Θα χρειαστούν, επίσης, τομές, που θα προκύψουν μέσα από ιδεολογικές συγκρούσεις, τέτοιες, που να ανοίγουν το δρόμο στον μετασχηματισμό κράτους και κοινωνίας. Επίσης, υπάρχουν δείγματα γραφής: ιθαγένεια, αντιρατσιστικός νόμος, σύμφωνο συμβίωσης, νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου, κατάργηση φυλακών τύπου Γ΄, ουσιαστική κατάργηση φυλακών ανηλίκων, φαρμακευτική κάνναβη κ.α.
Αυτά τα δείγματα γραφής, που γέμισαν την αριστερά με υπερηφάνεια, αποτελούν τον οδηγό για τη συνέχεια. Δείχνει ότι μπορούμε κι αλλιώς, μακριά από αχρείαστες ισορροπίες και συμβιβασμούς, που συμβάλουν στην απαξίωση ή στην αίσθηση ότι είναι όλοι ίδιοι.
Για παράδειγμα, στο πεδίο αποκάλυψης σκανδάλων, ειδικά στο χώρο της υγείας, χρειάζεται να το χειριστούμε ως το τέλος με τη μέγιστη δυνατή σοβαρότητα και με θεσμική ευθύνη. Να επιμείνουμε σε αυτό που είπε και ο Αλέξης Τσίπρας ότι στο τέλος της ημέρας οι ένοχοι πρέπει να αποκαλυφθούν και να τιμωρηθούν και οι αθώοι να παραδοθούν αθώοι στην κοινωνία, λαμβάνοντας και όλες τις θεσμικές πρωτοβουλίες που μας θωρακίζουν για το μέλλον.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ένα νέο κύμα ριζοσπαστισμού, κινήσεις και πρωτοβουλίες, που θα σηματοδοτούν μια αριστερή αντεπίθεση, που θα ενισχύουν τον κοινωνικό, ταξικό και διεθνιστικό προσανατολισμό μας, το αξιακό και ιδεολογικό φορτίο της αριστεράς. Από τα ζητήματα που αφορούν την υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας, την αύξηση του βασικού μισθού και τις συλλογικές συμβάσεις, έως την ουσιαστική αντιμετώπιση της σκοταδιστικής στάσης και πρακτικής σημαντικού μέρους της εκκλησίας. Από τη θαρραλέα επίλυση του μακεδονικού ζητήματος, χωρίς επιρροές από παλιές λανθασμένες θέσεις ή μπρος πίσω εξαιτίας πιέσεων που ασκεί η «εγχώρια» δεξιά ή η παραδοσιακή δεξιά, έως παρεμβάσεις σε πολλαπλά επίπεδα, που θα διευρύνουν τις ελευθερίες, τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, όπως για παράδειγμα τον πολιτικό γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια και την παιδοθεσία
Από τη θεσμική κατοχύρωση της προστασίας της πρώτης κατοικίας, έως διορθωτικές κινήσεις για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές και το ασφαλιστικό. Από τις «ελεύθερες παραλίες» χωρίς (μεγαλο)ιδιωτικά συμφέροντα έως την οριστική επίλυση των Σκουριών προς όφελος του περιβάλλοντος και των κατοίκων.
Χρειαζόμαστε ένα νέο κύμα αριστερού και οικολογικού ριζοσπαστισμού, που θα συμβάλει και θα διαμορφώνει, μέσα από αντιφάσεις είναι η αλήθεια, τους όρους μιας νέας κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας, με σαφές αριστερό, οικολογικό και προοδευτικό πρόσημο.
Χρειαζόμαστε ένα κόμμα, που θα αντιμετωπίζει τη λογική του κυβερνητισμού, που έχει ρίξει ήδη τους σπόρους του, ένα κόμμα σε διαρκή επαφή με την κοινωνία και τα κινήματα, που θα λειτουργεί συλλογικά και δημοκρατικά και θα μπορεί να ακυρώνει φαινόμενα συγκεντρωτισμού, αλαζονείας, παραγοντισμού, προσωπικών πολιτικών ή τη σαφή μετατόπιση του κέντρου λήψης των αποφάσεων στο κυβερνητικό σχήμα.
Χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση, που η σταθερότητά της θα βασίζεται στην ηγεμονία, τη δυναμική των ιδεών της αριστεράς, τη διαρκή διαβούλευση με την κοινωνία των πολλών και ασφαλώς όχι στην επιβολή ή την υποχώρηση σε ζητήματα αρχών, την αδιέξοδη ισορροπία τρόμου, που μόνο τον πολιτικό αντίπαλο εξυπηρετεί.
Και τα χρειαζόμαστε όλα αυτά, καθώς μπροστά μας έχουμε σκληρές μάχες, που πρέπει να κερδίσουμε. Η πολυπόθητη «έξοδος» δεν απαιτεί «καθαρό τοπίο», που έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει, αλλά ενότητα των δυνάμεών μας, ξεκάθαρη πολιτική, στοχοπροσήλωση, ειλικρίνεια, τομές και ρήξεις εκεί που χρειάζεται.
Στο πλαίσιο αυτό, ένας από τους πρώτους στόχους, που έχουμε μπροστά μας είναι η δραστική απομείωση του χρέους χωρίς νέα προαπαιτούμενα. Τα υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα, που όσο υπάρχουν θα δυσκολεύουν τις προσπάθειες ανάκαμψης της πραγματικής οικονομίας, οι πλειστηριασμοί και η ανασφάλεια για την πρώτη κατοικία, οι ιδιωτικοποιήσεις, τα μέτρα και τα αντίμετρα, οι συντάξεις κ.α., είναι ζητήματα, για τα οποία, ασφαλώς θα χρειαστεί συζήτηση και επαναδιαπραγμάτευση. Αρκετά από τα θέματα αυτά, άλλωστε, δημιουργούν προβλήματα, ανησυχίες, εύλογες αντιδράσεις και εμποδίζουν τη γείωσή μας, με συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα, αλλά και σύγχυση στο εσωτερικό του κόμματός μας.
Η λιτότητα δεν καταπολεμάται με λιτότητα, η φτώχεια δεν καταπολεμάται με τη μέθοδο της ανακύκλωσής της, οι στρατηγικοί κακοπληρωτές δεν αντιμετωπίζονται με την απειλή των μαζικών πλειστηριασμών, αλλά με εκείνο το νομοθετικό πλαίσιο, που θα προστατεύει με απόλυτο τρόπο την κατοικία των αδύναμων οικονομικά οφειλετών και ταυτόχρονα θα επιβάλει αλλαγή της πολιτικής των τραπεζών στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης των πραγματικών, προστατευμένων, μέχρι πρότινος, από το τραπεζικό σύστημα μεγαλοοφειλετών. Η φυγή, λοιπόν, προς τα μπρος, προς τα αριστερά, είναι ο μόνος δρόμος που έχουμε μπροστά μας, είναι ο μόνος «καθαρός δρόμος», αυτός, που αν τον περπατήσουμε με σύνεση και όραμα, με δημιουργικό πείσμα, με εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, με συνεχή διάλογο με την κοινωνία που μας ενδιαφέρει, στο τέλος της μακράς διαδρομής θα βγούμε νικητές και νικήτριες.
Και μια απαραίτητη υπενθύμιση
Το δικό μας ιδεολογικό ρεύμα, από την πρώτη στιγμή είχε επισημάνει τον κίνδυνο η ήττα του καλοκαιριού του 2015, ο οδυνηρός συμβιβασμός, να μετεξελιχθεί σε στρατηγική επιλογή. Ο κίνδυνος αυτός υπάρχει πάντα, καθώς το μνημόνιο –έχει αποδειχθεί αυτό-, έχει έναν επεκτατισμό και στο ιδεολογικό πεδίο, επηρεάζει συνειδήσεις, αναδιαμορφώνει το πολιτικό σκηνικό. Γι αυτό και επιμένουμε να υπενθυμίζουμε ότι η υπογραφή του μνημονίου ήταν προϊόν αδίστακτου εκβιασμού και μέλημά μας ήταν και είναι η υπονόμευσή του, το τέλος, η έξοδος από τα προγράμματα, που είναι ξένα και εχθρικά στην αριστερά και αφαιρούν, ισοπεδώνουν δικαιώματα και ασφαλώς τη δημοκρατία. Η επιμονή μας αυτή, η συνεχής δημόσια υπενθύμιση, συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας πλειοψηφικής συνείδησης εντός του κόμματος, που δεν αποδέχτηκε ποτέ την ταύτιση της αριστεράς με την καταστροφική λογική των μνημονίων σε όλα τα επίπεδα.
Σήμερα, από ευνοϊκότερη θέση, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, έχουμε ανάγκη μιας δέσμης μεγάλων τομών, που θα συζητηθούν, θα είναι αντικείμενο ιδεολογικής και πολιτικής σύγκρουσης στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στην Ευρώπη».