Δηλώσεις που ανοίγουν το δρόμο για την εγκατάλειψη του σεναρίου της προληπτικής πιστωτικής γραμμής και την προσχώρηση στο κυβερνητικό για καθαρή έξοδο, έκανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας σε εκδήλωση του Ελληνικού Συλλόγου Αποφοίτων του London School of Economics στο Μουσείο της Ακρόπολης την Τετάρτη.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αν και προέκρινε την προληπτική γραμμή ως ενδεδειγμένο εργαλείο και τη διαχώρισε εννοιολογικά και σημασιολογικά από ένα νέο Μνημόνιο, για πρώτη φορά αναφέρθηκε σε εναλλακτικούς τρόπους για τη διατήρηση του waiver και τον έλεγχο του κόστους δανεισμού.
Κατά την ομιλία του ο Γιάννης Στουρνάρας σημείωσε ότι όπως είναι το θεσμικό πλαίσιο σήμερα, η «παρέκκλιση» (waiver) εξασφαλίζεται από μία προληπτική γραμμή στήριξης και σημείωσε ότι «η προληπτική γραμμή στήριξης επ’ ουδενί ισοδυναμεί με νέο μνημόνιο». Ενώ συνέχισε λέγοντας:
«Είναι ένα θεσμοθετημένο ήδη εργαλείο εξομάλυνσης και διασφάλισης κατά τη μεταβατική περίοδο. Παρόλα αυτά, εάν για οποιοδήποτε λόγο η προληπτική γραμμή στήριξης δεν είναι επιθυμητή, θα πρέπει να διερευνηθούν άλλοι τρόποι προκειμένου να μην απολεσθεί η δυνατότητα της “παρέκκλισης” (waiver), τα πλεονεκτήματα της οποίας είναι σημαντικά για το κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών, του Ελληνικού Δημοσίου, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και δεν θα πρέπει να αγνοηθούν»
Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί σαφές μήνυμα αλλαγής γραμμής τόσο από τον κεντρικό τραπεζίτη όσο και από την ΕΚΤ, με αποδέκτη την κυβέρνηση, ενώ έρχεται μερικές μέρες μετά τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, από το Καστελόριζο, απ’ όπου ξεκαθάρισε ότι κανείς δεν συζητά για τίποτα διαφορετικό από καθαρή έξοδο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η σύμπτωση των προβλέψεων της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τις διατύπωσε στην εκδήλωση ο Γιάννης Στουρνάρας, με αυτές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι οποίες ανακοινώθηκαν χθες μέσω του Fiscal Monitor. Και οι δύο οργανισμοί προβλέπουν πλέον ανάπτυξη 2%, για το 2018, οι οποίες ωστόσο διαφοροποιούνται από αυτές της κυβέρνησης και της Κομισιόν για ανάπτυξη 2,3%..
Ιδιαίτερα θετική είναι η εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2019, καθώς όπως δήλωσε ο διοικητής, προσδοκά περαιτέρω επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης, εν συγκρίσει με το 2018, ενώ έκανε μνεία μόνο στους εξωτερικούς κινδύνους, θεωρώντας απριόρι διασφαλισμένη την πολιτική σταθερότητα.
Για τους εσωτερικούς κινδύνους, τόνισε ότι σχετίζονται με ενδεχόμενη καθυστέρηση στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης, καθώς και με μεγαλύτερη του αναμενομένου υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, λόγω της υπερβολικής φορολόγησης.
Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ωστόσο πως το βασικό ζήτημα τους ερχόμενους μήνες είναι η βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, η οποία θα επιτρέψει την επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές σε βιώσιμους όρους μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
Αυτό, όπως τόνισε, απαιτεί την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, μπορεί να επιτευχθεί με την υλοποίηση των ακόλουθων δράσεων:
- η οικονομική πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί στην προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελικής αξιολόγησης του προγράμματος.
- οι Ευρωπαίοι εταίροι θα πρέπει να εξειδικεύσουν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους.
- οι κεφαλαιακοί περιορισμοί θα πρέπει να αρθούν με την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Πέρα όμως από τα παραπάνω, προκειμένου να μειωθεί η αβεβαιότητα σχετικά με τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι «οι ελληνικές αρχές, σε συνεννόηση με τους ευρωπαίους εταίρους, θα πρέπει να διευκρινίσουν τη μορφή εποπτείας καθώς και το εάν θα υπάρχει, και με ποιους όρους, κάποιος μηχανισμός στήριξης μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Οι αποφάσεις αυτές φυσικά εναπόκεινται στην κυβέρνηση και τους εταίρους της Ελλάδας».
Κύριο μέλημα της Τράπεζας της Ελλάδος είναι, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, οι όποιες αποφάσεις για το πλαίσιο εποπτείας μετά το τέλος του προγράμματος, να διασφαλίζουν την ομαλή, χαμηλού κόστους και απρόσκοπτη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα σε περίπτωση που η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου παραμείνει χαμηλότερη από την επενδυτική βαθμίδα και εάν οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων επιδεινωθούν.
Όπως πρόσθεσε, σε ένα τέτοιο οικονομικό περιβάλλον, θα ήταν χρήσιμη τόσο η δημιουργία ενός ικανού «αποθέματος ρευστότητας» μέσω νέων ομολογιακών εκδόσεων, σε συνδυασμό με τις εκταμιεύσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, αλλά και η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.
Ο ίδιος εξήγησε ότι η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από την ΕΚΤ, αλλά και μέσω των πράξεων χρηματοδότησης από τις αγορές (repos). Πρόσθεσε επίσης ότι θα μειώσει όμως και το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, διότι τα ελληνικά ομόλογα θα είναι αποδεκτά στις πράξεις αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ στο πλαίσιο της «ποσοτικής χαλάρωσης», είτε στην κανονική χρονική περίοδο ή στην περίοδο επανεπένδυσης (reinvestment period).
«Σε μία περίοδο που τα περιθώρια (spreads) μεταξύ ελληνικών και ευρωπαϊκών επιτοκίων κινούνται κατά μέσο όρο πάνω από 350 μονάδες βάσης (3,5%), επηρεάζοντας αυξητικά το κόστος δανεισμού του Δημοσίου αλλά και των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver), για όσο χρόνο η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας παραμένει σημαντικά χαμηλότερη της επενδυτικής βαθμίδας, είναι επιθυμητή σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Αν μάλιστα αυτό συνδυαστεί με πράξεις επαναγοράς ελληνικού χρέους σχετικά υψηλού κόστους με τα ποσά που θα περισσέψουν από το πρόγραμμα μετά το τέλος του, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, τότε το συνδυασμένο αποτέλεσμα θα είναι μια σημαντική μείωση του χρέους, αλλά και των επιτοκίων»
υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.