Στο επίκεντρο της διεθνούς γεωπολιτικής για δεύτερη συνεχή εβδομάδα βρίσκεται η Συρία, καθώς οι βομβαρδισμοί από τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους δημιουργούν δυναμική ανατροπής του status quo που είχε επιβάλλει η Ρωσία στην ευρύτερη περιοχή. Υπ αυτό το πρίσμα ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δίκιο όταν αναφωνεί “αποστολή εξετελέσθη”, ωστόσο απέχει πολύ ακόμα από την επιβολή του νέου γεωοικονομικού δόγματος στην περιοχή.
Τα media αυτή τη στιγμή εστιάζουν στη Συρία, η οποία ταλανίζεται από τον 8ετή πλέον εμφύλιο πόλεμο που έχει παράξει πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς και 13 εκατομμύρια εκτοπισμένους. Το γεωπολιτικό παιχνίδι έχει διευρυνθεί, όπως και οι δυνάμεις που εμπλέκονται σε αυτό, άμεσα ή έμμεσα, γεγονός που καθιστά την επίλυση της εξίσωσης ακόμα δυσκολότερη και με περισσότερες μεταβλητές.
Αναλυτές και δημοσιογράφοι βλέπουν τώρα κλιμάκωση της σύγκρουσης και μεγαλύτερη αστάθεια, εκτίμηση που είναι μεν δίκαιη σε επίπεδο αίσθησης και απορρέουσας ατμόσφαιρας, απέχει όμως από τη γεωπολιτική πραγματικότητα, καθώς τα τελευταία πλήγματα, ο σχηματισμός που τα επιχείρησε και οι ιδιαίτερα συγκρατημένες αντιδράσεις από τη Ρωσία και τους συμμάχους της δίνουν με σαφήνεια το στίγμα ενός συμβιβασμού και μάλιστα άμεσου.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Τραμπ προαναγγέλλει αποχώρηση από τη Συρία, ο Πούτιν ζητά διαπραγματεύσεις και ανοιχτούς διαύλους, ενώ η Γερμανία έμεινε ένα βήμα πίσω, μη συμμετέχοντας στην εκτέλεση των βομβαρδισμών, αν και δήλωσε την υποστήριξή της.
Τα δεδομένα και η αλληλουχία των κινήσεων από τους μεγάλος παίχτες δείχνουν με σαφήνεια τη γραμμή πάνω στον οποία κινείται η δυναμική του συμβιβασμού.
Γιατί πάτησαν οι σύμμαχοι το κουμπί
Οι 105 πύραυλοι και βόμβες που εξαπέλυσαν ΗΠΑ, Γαλλία και Βρετανία είχαν διττό στόχο, όπως ξεκαθάρισε και στο διάγγελμά του ο Ντόναλντ Τραμπ: Αφ’ ενός να περιορίσουν τις επιχειρησιακές ικανότητες του Άσαντ και αφετέρου να στείλουν μήνυμα σε Ρωσία και Ιράν ότι το status quo που επιχειρούν να επιβάλλουν στην περιοχή δεν είναι ανεκτό. Στην πραγματικότητα ο στόχος των βομβαρδισμών δεν ήταν άλλος από τις διαπραγματεύσεις της Αστάνα και απώτερος σκοπός η επανεκκίνηση της διαδικασίας.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν όμως και τα γεγονότα που οδήγησαν τελικά στον βομβαρδισμό της Συρίας από τους συμμάχους, έναν ακριβώς χρόνο μετά την επίθεση που είχε διατάξει ο Ντόναλντ Τραμπ, απαντώντας και τότε σε επίθεση με χημικά που αποδόθηκε στον Άσαντ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ μια εβδομάδα πριν λάβει την απόφαση για το πλήγμα στη Συρία δήλωνε ότι οι ΗΠΑ ετοιμάζονται να αποχωρήσουν από τη Συρία και πως μοναδικός τους στόχος στην περιοχή είναι η αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους. Ακολούθησε η επίθεση με χημικά που ξαναέβαλε στο ραντάρ τον Άσαντ, όπως περίπου είχε συμβεί το 2017 αλλά και νωρίτερα το 2013-14 επί Ομπάμα, όταν επιθέσεις με χημικά είχαν και τότε εξαναγκάσει το χέρι του Ομπάμα κατά του Σύρου δικτάτορα.
Οι μεγάλες δυνάμεις
Την πρωτοβουλία των κινήσεων έχουν ΗΠΑ και Ρωσία, τη στιγμή που οι μεταξύ τους σχέσεις διολισθαίνουν διαρκώς σε ψυχροπολεμικό επίπεδο, ενώ προσπαθούν να διαμορφώσουν σφαίρες επιρροής και να εδραιώσουν συμμαχίες που θα τους επιτρέψουν την εξ αποστάσεως διαχείριση της κατάστασης με δικλείδες ασφαλείας οικονομικού χαρακτήρα, αντί γεωπολιτικού που χρησιμοποιούσαν μέχρι τώρα.
Η Ρωσία εκμεταλλευόμενη τη μεταβατική περίοδο και την εσωτερική σύγκρουση συστημάτων εξουσίας στις ΗΠΑ, μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ, επέβαλε μια νέα προσωρινή κατάσταση, με κεντρικό άξονα όχι τόσο τη διάσωση του Άσαντ, αλλά την ανάδειξη του Ιράν σε ρυθμιστή της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Ο Βλάντιμιρ Πούτιν εκμεταλλεύτηκε τη συγκρουσιακή αντιμετώπιση των Ευρωπαίων προς τον Τραμπ, τις εσωτερικές τριβές που ο πρόεδρος των ΗΠΑ καλούνταν να αντιμετωπίσει και την ευκαιριακή και οπορτουνιστική λογική που τον διακρίνει, επιλέγοντας προσεκτικά τα μέτωπα στα οποία τραβούσε την προσοχή των ΗΠΑ.
Με δεδομένη την έλλειψη υποστήριξης, από την αμερικανική κοινή γνώμη, για την ενεργό συμμετοχή των ΗΠΑ σε ένα μέτωπο που συγκέντρωνε χαρακτηριστικά Βιετνάμ, την προσπάθεια του Τραμπ να εξοικονομήσει κεφάλαια για εκσυγχρονισμό των δυνάμεων και το σχέδιο φοροαπαλλαγών που πέρασε, τα κουκιά ήταν μετρημένα. Ωστόσο, η ρωσική υπερεπιθετικότητα, η μαξιμαλιστική στρτηγική του Πούτιν και ο πανικός της Ευρώπης μπροστά στην αχαλίνωτη ρωσική αρκούδα ανάγκασε τον Ντόναλντ Τραμπ να κινηθεί στη γραμμή Ομπάμα κατά της Ρωσίας.
Ρόλο στην περιοχή διεκδικούν και ευρωπαϊκές χώρες, όχι όμως ενιαία η Ευρώπη, καθώς παραμένει διχασμένη και αδυνατεί να εκπέμψει σαφές και διακριτό στίγμα που θα της επιτρέψει να αποτελέσει πόλο σταθερότητας και ισορροπίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Η σταθερή στρατηγική της Ουάσιγκτον να επιζητεί τη στήριξη μόνο της Ευρώπης, χωρίς να προσφέρει ανταλλάγματα και θέση στο τραπέζι, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό Γαλλίας-Γερμανίας για τον έλεγχο της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης αποτελούν τις πάγιες δυνάμεις που υποσκάπτουν την προοπτική ενιαίας ευρωπαϊκής γραμμής. Αν σε αυτά προστεθεί η εντεινόμενη προσπάθεια της Ρωσίας να αποσυντονίσει τον δυτικό άξονα μέσω της προσέγγισης μεμονωμένων χωρών και εκμεταλλευόμενη την ενεργειακή οικονομική δυναμική, διαμορφώνεται ένα ασφυκτικά περιοριστικό πλαίσιο άσκησης Ευρωπαϊκής πολιτικής.
Οι τοπικοί παίχτες
Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία έχουν υιοθετήσει προσέγγιση πολέμου μέσω ενδιάμεσων (proxy war) στη Μέση Ανατολή, θέλοντας να αναδείξουν τους τοπικούς παίκτες οι οποίοι θα αναλάβουν την εδραίωση του γεωοικονομικού πλαισίου που επιθυμούν να επιβάλλουν.
Οι ΗΠΑ βασίστηκαν, όπως συνήθως, στη Σαουδική Αραβία, ενώ ελλείψει άλλων και υπό την πίεση των λόμπι ενέταξαν και το Ισραήλ στο πλάνο, σε μια προσπάθεια δημιουργήσουν έναν ισχυρό στρατιωτικό κλοιό και ένα αρκετό ισχυρό οικονομικό πόλο, δυνάμεις που συνδυαστικά θα δημιουργήσουν ισχυρό αποτρεπτικό πλαίσιο. Αν και αρχικά η σύγκλιση των μέχρι πρότινος αντίρροπων και φανατικά αντιμαχομένων δυνάμεων φάνηκε ιδιαίτερα φιλόδοξο στοίχημα, εν τέλει φαίνεται ότι αποκτά δυναμική.
Η Σαουδική Αραβία αλλάζει τόσο εσωτερικά όσο προς το Ισραήλ, ενώ η απομόνωση του Κατάρ και η προσπάθεια αποσταθεροποίησης του Λιβάνου, σε συνεργασία και με την Αίγυπτο αποτέλεσαν σοβαρές ενδείξεις βιωσιμότητας του σεναρίου.
Την ίδια στιγμή όμως η Ρωσία εκμεταλλευόμενη την απομάκρυνση της Τουρκίας από τον αμερικανικό-νατοϊκό άξονα χρησιμοποίησε την Άγκυρα ως περιφερειακό ταραξία, φουσκώνοντας το “εγώ” του Ταγίπ Ερντογάν και προσφέροντάς του ρόλο στην περιοχή, ο Βλάντιμιρ Πούτιν έδωσε στην Τουρκία αρκετή ώθηση για να αμφισβητήσει τις ΗΠΑ στη βόρια Συρία, την οποία ήλεγχαν μέσω των Κουρδων ανταρτών. Στην πραγματικότητα ο Πούτιν κατάφερε επί μακρόν να παίζει και με τις δύο από τρεις πλευρές της σύγκρουσης διαφυλάσσοντας ρόλο καταλύτη για τον εαυτό του και αποδυναμώνοντας πολύπλευρα τις αμερικανικές θέσεις. Παράλληλα, δίνοντας ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στο Ιράν και τη Χεζμπολάχ η Μόσχα ενίσχυε την αίσθηση ότι δεν επιθυμεί να εδραιώσει την κυριαρχία της, γεγονός που την κατέστησε αξιόπιστο εταίρο απέναντι στο Ιράν και σε άλλους μικρότερους παίχτες στην περιοχή.
Στην πραγματικότητα όμως η Ρωσία, με τον τρόπο αυτό, έστρεψε την προσοχή και τα πυρά του διεθνούς συνασπισμού κατά του Ιράν και του Λιβάνου, χώρες, οι οποίες με τη σειρά τους προσέτρεξαν στη Ρωσία έχοντας χάσει τις διεθνείς προσβάσεις τους.
Αντιλαμβανόμενες τη δυναμική που έχει αναπτύξει το ρωσικό σενάριο, οι ΗΠΑ αναζήτησαν επιλογές “out of the box” επιτρέποντας στο Ισραήλ να εμπλακεί στη διαμάχη επιτιθέμενο σε βάσεις του Ιράν στη Συρία, υπό την προστασία μάλιστα της Σαουδικής Αραβίας η οποία επίσης αντιτίθεται στην επεκτατικότητα του Ιράν αλλά δεν θα άνοιγε ποτέ πολεμικό μέτωπο εναντίον του.
Και μετά τι
Με τελευταία πράξη τον βομβαρδισμό της Δαμασκού από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Βρετανία η Ουάσιγκτον θέλει να στείλει μήνυμα διεύρυνσης του δυτικού μετώπου, έτσι ώστε να αναδιπλωθούν δυνάμεις που έχουν ανάγκη την υποστήριξη της Δύσης, όπως το Ιράν, το οποίο προσδοκά στη γαλλική και βρετανική υποστήριξη για να σώσει τη συμφωνία για τα πυρηνικά αλλά και ως βασικούς εμπορικούς εταίρους.
Η ηχηρή απουσία της Γερμανίας από τον εκτελεστικό βραχίονα, οι αντιδράσεις πολλών ευρωπαϊκών χωρών, σε σχέδιο για την επιβολή νέων κυρώσεων προς το Ιράν για το ρόλο του στη Συρία και η δυναμική δημιουργίας Ευρωστρατού καθιστούν τον αμερικανικό άξονα δυσλειτουργικό.
Ο Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζει να επιδιώκει, τουλάχιστον με δηλώσεις του, την ταχεία αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία, όπως επαναβεβαίωσε ο Λευκός Οίκος την Κυριακή, λίγες ώρες αφότου ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν υποστήριξε κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής του συνέντευξης ότι έπεισε τον Τραμπ να διατηρήσει «μακροπρόθεσμα» στη χώρα αυτή αμερικανικά στρατεύματα.
«Η αποστολή των ΗΠΑ δεν έχει αλλάξει – ο πρόεδρος έχει καταστήσει σαφές ότι θέλει οι δυνάμεις των ΗΠΑ να επιστρέψουν στην πατρίδα το συντομότερο δυνατόν»
ανέφερε σε ανακοίνωση της αμερικανικής προεδρίας η εκπρόσωπός της Σάρα Χάκαμπι Σάντερς.
«Είμαστε αποφασισμένοι να συντρίψουμε τελείως το Ισλαμικό Κράτος και να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που θα αποτρέψουν την επιστροφή του. Επιπλέον, περιμένουμε από τους συμμάχους και τους εταίρους μας στην περιοχή να αναλάβουν μεγαλύτερες ευθύνες, στρατιωτικά και οικονομικά, για να υπάρξει ασφάλεια στην περιοχή»
πρόσθεσε η Χάκαμπι Σάντερς.
Η διευκρίνιση αυτή από την αμερικανική πλευρά ήρθε μετά τη δήλωση της Νίκι Χέιλι, πρέσβη των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, ότι η Ουάσινγκτον θ’ αποσύρει τις στρατιωτικές δυνάμεις της από την Συρία, μόλις επιτευχθούν οι στόχοι της.
Μιλώντας στην τηλεοπτική εκπομπή Fox News Sunday, η Χέιλι απαρίθμησε τρεις στόχους για τις ΗΠΑ: την διασφάλιση ότι δεν χρησιμοποιούνται χημικά όπλα κατά οποιονδήποτε τρόπο που θέτει σε κίνδυνο τα αμερικανικά συμφέροντα. Την ήττα του Ισλαμικού Κράτους, αλλά και την εξασφάλιση μιας πλεονεκτικής θέσης για την παρακολούθηση της δράσης του Ιράν.
Είναι ο στόχος μας “να δούμε τα αμερικανικά στρατεύματα να επιστρέφουν στην πατρίδα, αλλά δεν θα αποχωρήσουμε μέχρι να γνωρίζουμε ότι έχουν επιτύχει τους παραπάνω στόχους,” είπε η Χέιλι.
Η Χάλεϊ πρόσθεσε ότι οι ΗΠΑ θέλουν να διασφαλίσουν ότι τα χημικά όπλα δεν χρησιμοποιούνται με τρόπο που να κινδυνεύουν τα συμφέροντα των Ηνωμένων πολιτειών, ότι το Ισλαμικό Κράτος νικήθηκε και παρακολουθούνται οι ενέργειες του Ιράν.
«Δεν πρόκειται να αποχωρήσουμε μέχρι να ξέρουμε ότι έχουμε επιτύχει όλα αυτά τα πράγματα»
δήλωσε η Χάλεϊ στο Fox News.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία οι ΗΠΑ διαθέτουν στη Συρία πάνω από 8,000 στρατιώτες, αν και το Πεντάγωνο μέχρι προσφάτως αναγνώριζε περίπου 2,000.
Στην απέναντι πλευρά ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν είχε τηλεφωνική συνομιλία με τον Ιρανό ομόλογό του, Χασάν Ροχανί, οι οποίοι συμφώνησαν ότι ότι το ενδεχόμενο συνέχισης των πυραυλικών επιθέσεων της Δύσης κατά της Συρίας, θα μπορούσε να προκαλέσει χάος στις διεθνείς σχέσεις, μετέδωσαν τα ρωσικά πρακτορεία ειδήσεων επικαλούμενα το Κρεμλίνο.
Πούτιν και Ροχανί συμφώνησαν ότι οι βομβαρδισμοί της Δύσης, κατέστρεψαν τις πιθανότητες που υπήρχαν για την επίτευξη πολιτικής λύσης στο πρόβλημα της Συρίας, σύμφωνα με τα ρωσικά πρακτορεία ειδήσεων.
“Ειδικότερα, ο Βλαντιμίρ Πούτιν επεσήμανε ότι αν τέτοιες ενέργειες που παραβιάζουν τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ συνεχιστούν, τότε, θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε μια κατάσταση χάους στις διεθνείς σχέσεις,” μετέδωσε το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων RIA επικαλούμενο το Κρεμλίνο.