Δηλώσεις με τις οποίες τοποθετείται πολύ κοντά -αν δεν ευθυγραμμίζεται πλήρως- με τις θέσεις του ESM για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, πραγματοποίησε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο κυριακάτικο φύλο της Frankfurter Allgemeine (FAΖ), μερικές ημέρες μετά την συνάντησή του με τον Έλληνα ομόλογό του στο Βερολίνο.
Όπως επισημαίνει και η DW, ο Όλαφ Σολτς εξακολουθεί να αποφεύγει διευκρινίσεις για τη στάση, την οποία σκοπεύει να τηρήσει η γερμανική κυβέρνηση στο ζήτημα του ελληνικού χρέους, γεγονός ου αδήνει χώρο για διεργασίες, καταδεικνύοντας παράλληλα ότι οι ζυμώσεις στο εσωτερικό του γερμανικού συνασπισμού δεν έχουν ολοκληρωθεί.
Στη συνέντευξή του, ο Όλαφ Σόλτς επαναλαμβάνει τις πάγιες θέσεις του υπουργείου του πως ως το καλοκαίρι αναμένεται το τελικό πόρισμα των Θεσμών για την υλοποίηση των προαπαιτούμενων του τρέχοντος ελληνικού προγράμματος όπως και η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους. «Επιπλέον», ότι
«θα πρέπει η Αθήνα να καταθέσει ένα αξιόπιστο πρόγραμμα που θα αναδεικνύει προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και μετά θα συζητήσουμε μαζί τα επόμενα βήματα.»
Η διατύπωση αυτή απέχει από όσα είχε δηλώσει λίγο πριν την ανάληψη των καθηκόντων του, ότι δηλαδή, η Γερμανία δεν θα υπαγορεύει πολιτικές στις χώρες της Ευρωζώνης. Αν και δεν αποτελεί στροφή 180 μοιρών, εν τούτοις δίνει μια αίσθηση πιο συγκρατημένη.
Ανησυχία εμπνέει η χρονική διάρθρωση που προκύπτει από τις δηλώσεις, καθώς προδίδει διάθεση καθυστέρησης.
Αιτιολογώντας τη επιφυλακτικότητά του σε ό,τι αφορά σε συγκεκριμένα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός τονίζει πως είναι θέμα αξιοπιστίας και παραπέμπει- ασκώντας έμμεσα κριτική – στη στάση που τηρήθηκε από πολλούς στην Ευρωζώνη όταν ξέσπασε η ελληνική δημοσιονομική κρίση. Ενώ στην αρχή απορρίπτονταν κάθε βοήθεια προς την Ελλάδα, στη συνέχεια καταβλήθηκαν μεγάλες προσπάθειες από το Eurogroup, τη Γερμανία και τη Γαλλία. «Ήταν καλό για την αξιοπιστία της πολιτικής» σημειώνει. Υπογραμμίζει ακόμη ότι ήταν πάντως σωστό να βοηθηθεί η Ελλάδα και ταυτόχρονα να απαιτηθεί η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, σκιαγραφώντας κατά κάποιο τρόπο τη γραμμή που θα ακολουθήσει η Γερμανία και στο μέλλον στην ΕΕ, για παράδειγμα, αναφορικά με βοήθεια προς τις χώρες με οικονομικά προβλήματα.
Το μοντέλο που φαίνεται να προωθεί ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, έχει ως βάση το γαλλικό και προσθέτει μια επιπλέον δικλείδα ασφαλείας, αυτή της αξιολόγησης των μεταρρυθμίσεων ως προαπαιτούμενο για την ελάφρυνση, σενάριο που δεν ικανοποιεί την ελληνική κυβέρνηση.
Ενώ διαβεβαιώνει πως το Βερολίνο θα τηρεί τα κριτήρια σταθερότητας της ΕΕ και ό,τι οι γερμανικοί προϋπολογισμοί θα είναι ισοσκελισμένοι, παραδέχεται πως λόγω της οικονομικής της ανάπτυξης είναι πιο εύκολο για τη Γερμανία να ακολουθήσει αυτή τη δημοσιονομική πολιτική από ότι χώρες που πλήττονται από ανεργία. Το ζητούμενο είναι «να δοθεί βήμα προς βήμα η δυνατότητα σε αυτές τις χώρες να ξεπεράσουν τη δύσκολη κατάστασή τους χωρίς να τεθούν λάθος κίνητρα. Κάθε απόφαση θα πρέπει να διασφαλίζει πως δεν θα κινδυνεύσει η σταθερότητα της Νομισματικής Ένωσης και του τραπεζικού συστήματος.»