Ήταν 6 Απριλίου του 2017, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ έδινε την εντολή επίθεσης στη Συρία από το Μάρ-α-Λάγκο στην Καλιφόρνια, ενώ φιλοξενούσε τον πρόεδρο της Κίνας, Σι Ζινπίνγκ, μετά από εικαζόμενη επίθεση του Άσαντ με χημικά κατά αμάχων. Τότε οι αγορές δεν ίδρωσαν, η αύξηση του γεωπολιτικού ρίσκου που συνεπαγόταν το πλήγμα δεν απασχόλησε παρά μόνο τους δημοσιογράφους, καθώς ο κίνδυνος απορροφήθηκε από σχεδόν μηδενικά επιτόκια και τον διαμοιρασμό ρίσκου μεταξύ επενδυτών και κεντρικών τραπεζών.
Τώρα όμως αυτό έχει αλλάξει, οι αγορές είναι εδώ και καιρό νευρικές, οι υψηλοί τόνοι του Ντόναλντ Τραμπ, η εμπορική αντιπαράθεση με την Κίνα, η επιδείνωση των σχέσεων των ΗΠΑ με την ΕΕ και άλλους συμμάχους και τα ανοιχτά μέτωπα από τα σκάνδαλα που καταδιώκουν τον πρόεδρο των ΗΠΑ, μέχρι τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και Αφγανιστάν, έχουν επιπτώσεις στην εύθραυστη ψυχολογία των αγορών.
Η έξοδος της Fed από το QE και η συρρίκνωση του ισολογισμού της, σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων και τα μηνύματα της ΕΚΤ, ότι ακολουθεί με χρονοκαθυστέρηση, έχουν καταστήσει το χρήμα ακριβότερο και το ρίσκο αποτιμήσιμο, καθώς πλέον δεν υπάρχουν αρνητικά επιτόκια και κάθε λέξη έχει βαρύτητα η οποία αποτιμάται στις τιμές μετοχών, ομολόγων και στις ισοτιμίες.
Το Crisis Monitor έχει εγκαίρως προειδοποιήσει για την περίοδο αυξημένου κινδύνου, καθώς ήταν προφανές ότι η προοπτική αύξησης των επιτοκίων θα επανέφερε το ρίσκο ως μεταβλητή που επηρεάζει τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων και θα εξέθετε τους παράγοντες που επιδρούν πάνω σε αυτό.
Το Trump Effect δεν περιορίζεται πλέον στο twitter και στον στενό κύκλο του προέδρου των ΗΠΑ και δεν αποτελεί μια παράμετρο στις ασκήσεις επί χάρτου των διεθνών ηγετών, αλλά αποτυπώνεται με αυξανόμενη βαρύτητα στην καθημερινότητα των αγορών. Δεν πάει πολύς καιρός από τη μέρα που ο ίδιος Τραμπ δήλωνε ότι “οι αγορές δεν αντιλαμβάνονται τα πολλά καλά που συμβαίνουν στην οικονομία”. Με βάση αυτή τη δήλωση του Ντόναλντ Τραμπ, το πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει πλέον δεν είναι η έλλειψη κατανόησης των αγορών, αλλά το ακόμα χειρότερο σενάριο, στο οποίο οι επενδυτές ζυγίζουν τα θετικά των αγορών και τα αρνητικά των δηλώσεων Τραμπ, τα οποία εντείνονται από την προοπτική περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι “too much too handle”.
Ο δείκτης φόβου VIX ανεβαίνει και βρίσκεται πλέον σαφώς υψηλότερα από την αντίστοιχη περίοδο του 2017, πολύ υψηλότερα από το 2016 και τα χρηματιστήρια βρίσκονται σε διαδικασία διόρθωσης, καθώς οι αναπτυξιακές προοπτικές απειλούνται από τον “πολύ κύριο Τράμπ” και τις παλινωδίες του, τους επαπειλούμενους εμπορικούς πολέμους και το παγκόσμια κλίμα ανασφάλειας που οι κινήσεις του δημιουργούν.
Υπ αυτό το πρίσμα, αν κάποιος μπορεί να χαλιναγωγήσει τον αχαλίνωτο Ντόναλντ Τραμπ, αυτές είναι οι αγορές, τις οποίες έχει αποδείξει ότι σέβεται και παρακολουθεί ως ένδειξη της αποτελεσματικότητάς του. Ίσως λοιπόν, το τελευταίο καταφύγιο απέναντι στον επιθετικό οπορτουνισμό και την απειλή αποσταθεροποίησης του παγκόσμιου status quo στο βωμό μικροπολιτικών συμφερόντων να είναι οι αγορές, οι οποίες δεν ελέγχονται, δύσκολα -και για λίγο- χειραγωγούνται και ακόμα πιο δύσκολα υποκύπτουν.
Οι ΗΠΑ είναι έτοιμες, μαζί με τη συμμαχία τους να πλήξουν θέσεις του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία, θέλοντας να στείλουν μήνυμα για τα χημικά, αλλά κυρίως για να οριοθετήσουν τον Βλάντιμιρ Πούτιν που συμπεριφέρεται ως ο μοναδικός παίχτης στην περιοχή. Ωστόσο, οι επιτελείς του Ντόναλντ Τραμπ, της Τερέζα Μέι, του Εμμάνουελ Μακρόν και το NATO θα προσέξουν πολύ τα μηνύματα που θα στείλουν οι πύραυλοι, αν τελικά χρησιμοποιηθούν.
Το Crisis Monitor έχει και στο παρελθόν αναδείξει τα θετικά και αρνητικά της λεγόμενης “διπλωματίας των πυραύλων”, καταλήγοντας ότι εκτός από την επίδειξη ισχύος και τη διαφήμιση των όπλων, κάτι που έχει ξανασυμβεί, σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο η αποτελεσματικότητα είναι περιορισμένη, δείχνει αδυναμία ουσιαστικής δράσης και επιβολής της πολιτικής βούλησης στο έδαφος και προδίδει τη στρατηγική ανακοπής της προέλασης του αντιπάλου και όχι του πραγματικού περιορισμού και υπαναχώρησής του.
Ο δείκτης Caldara και Iacoviello GPR αντανακλά τα αυτοματοποιημένα αποτελέσματα αναζήτησης των ηλεκτρονικών αρχείων 11 ημερησίων και διεθνών εφημερίδων: The Boston Globe, Chicago Tribune, The Daily Telegraph, Financial Times, The Globe and Mail, The Guardian, Los Angeles Times, The Οι New York Times, οι Times, η Wall Street Journal και η Washington Post. Οι Caldara και Iacoviello υπολογίζουν τον δείκτη μετρώντας τον αριθμό των άρθρων που σχετίζονται με τον γεωπολιτικό κίνδυνο σε κάθε εφημερίδα για κάθε μήνα (ως ποσοστό του συνόλου των άρθρων ειδήσεων). Στη συνέχεια, ο δείκτης εξομαλύνεται σε μια τιμή 100 κατά την δεκαετία 2000-2009.
Η αναζήτηση προσδιορίζει άρθρα που περιέχουν αναφορές σε έξι ομάδες λέξεων: Η ομάδα 1 περιλαμβάνει λέξεις που σχετίζονται με ρητές αναφορές γεωπολιτικού κινδύνου, καθώς και αναφορές στρατιωτικών εντάσεων που αφορούν μεγάλες περιοχές του κόσμου και συμμετοχή των Η.Π.Α. Η ομάδα 2 περιλαμβάνει λέξεις που σχετίζονται άμεσα με πυρηνικές εντάσεις. Οι ομάδες 3 και 4 περιλαμβάνουν αναφορές που σχετίζονται με απειλές πολέμου και τρομοκρατικές απειλές, αντίστοιχα. Τέλος, οι Ομάδες 5 και 6 αποσκοπούν στην αποτύπωση της κάλυψης από δημοσιογραφικές εκδηλώσεις πραγματικών δυσμενών γεωπολιτικών γεγονότων (σε αντίθεση με τους απλούς κινδύνους) που αναμένεται λογικά να οδηγήσουν σε αύξηση της γεωπολιτικής αβεβαιότητας, όπως είναι οι τρομοκρατικές ενέργειες ή η έναρξη ενός πολέμου.
Με βάση τις παραπάνω ομάδες αναζήτησης, ο Caldara και ο Iacoviello αποσαφηνίζουν περαιτέρω την άμεση επίδραση των δυσμενών γεωπολιτικών γεγονότων από την επίδραση των καθαρών γεωπολιτικών κινδύνων κατασκευάζοντας δύο δείκτες. Ο δείκτης γεωπολιτικών απειλών (GPT) περιλαμβάνει μόνο λέξεις που ανήκουν στις ομάδες αναζήτησης 1 έως 4 παραπάνω. Ο δείκτης γεωπολιτικών πράξεων (GPA) περιλαμβάνει μόνο τις λέξεις που ανήκουν στις ομάδες αναζήτησης 5 και 6.