Την αεροπορική βάση Τ-4 στη Συρία, την οποία ελέγχουν δυνάμεις της Ρωσίας, του Ιράν, της Χεζμπολάχ και του Άσαντ, βομβάρδισαν ισραηλινά αεροσκάφη χθες, σύμφωνα με αναοίνωση του ρωσικού υπουργείου Άμυνας, με αποτέλεσμα τον θάνατο τουλάχιστον 14 στρατιωτικών, οι πλειονότητα των οποίων Ιρανοί.
Η κίνηση αυτή ακολουθεί τον βομβαρδισμό με χημικά κατά ανταρτών και αμάχων που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 49 ανθρώπων, για τον οποίο κατηγορούνται οι δυνάμεις του Άσαντ, ενώ ακόμα και ο Ντόναλντ Τραμπ επιμένει να χρεώνει ευθύνες στον Βλάντιμιρ Πούτιν.
Το Ισράηλ επιχειρεί να αναδειχθεί σε πόλο συσπείρωσης της διεθνούς συμμαχίας στη Συρία, αν και δεν διαθέτει δυνάμεις στη χώρα, τουλάχιστον όχι επισήμως. Σε αυτό το πλαίσιο η επίθεση κατά της αεροπορικής βάσης αποτελεί μια κίνηση την οποία η διεθνής κοινότητα δεν θα μπορέσει να καταδικάσει, όπως άλλες, ενώ πιέζεται να την αναγνωρίσει στο πλαίσιο των απαραίτητων αντιποίνων μετά την επίθεση με χημικά.
Γεωπολιτικά, η ανάληψη ηχηρών πρωτοβουλιών από το Ισραήλ στη Συρία συμπίπτει με τις δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ για αναδίπλωση των ΗΠΑ μετά την αποσάθρωση του Ισλαμικού Κράτους, ένδειξη ότι το Τελ Αβίβ κινείται για να καλύψει το κενό ηγεσίας και ισχύος πυρός που δημιουργείται, ενώ στέλνει σαφές μήνυμα οριοθέτησης στον Άσαντ και τη Ρωσία.
Η βάση αυτή είναι χτισμένη σε μια στρατηγικής σημασίας περιοχή της ερήμου, όπου βρίσκονται τα βασικά κοιτάσματα φυσικού αερίου της Συρίας. Ήταν υπό τον έλεγχο του Ισλαμικού Κράτους μέχρι πέρυσι οπότε το ανακατέλαβε ο συριακός στρατός και οι σύμμαχοί του με την ισχυρή στήριξη της Ρωσίας. Η συριακή κρατική τηλεόραση μετέδωσε ότι ακούστηκαν εκρήξεις στο αεροδρόμιο αυτό, που βρίσκεται κοντά στην πόλη Χομς και στην αρχαία πόλη της Παλμύρας. Κατά την ίδια πηγή, τα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας κατέρριψαν οκτώ πυραύλους, όμως άλλοι έπληξαν το στρατιωτικό αεροδρόμιο.
Λίγη ώρα νωρίτερα, αρχικά το Μέγαρο των Ηλυσίων και κατόπιν ο Λευκός Οίκος δημοσιοποίησαν ανακοινώσεις στις οποίες γίνεται λόγος περί μιας τηλεφωνικής συνδιάλεξης ανάμεσα στους προέδρους της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν και των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, κατά τη διάρκεια της οποίας οι δύο ηγέτες «καταδίκασαν σθεναρά τις επιθέσεις με χημικά όπλα την 7η Απριλίου εναντίον του πληθυσμού της Ντούμα, στην Ανατολική Γούτα».
Η προεδρία της Γαλλίας στην ανακοίνωσή της δεν επέρριψε ρητά την ευθύνη στη συριακή κυβέρνηση.
Η ανακοίνωση της αμερικανικής προεδρίας έκανε λόγο περί «σθεναρής και κοινής αντίδρασης» στις επιθέσεις με χημικά όπλα.
Οι δύο ηγέτες «αντάλλαξαν πληροφορίες και αναλύσεις οι οποίες επιβεβαιώνουν τη χρήση χημικών όπλων» και «αποφάσισαν να συντονίσουν τις ενέργειες και τις πρωτοβουλίες (των δύο χωρών) τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών», το οποίο πρόκειται να συνεδριάσει «τη Δευτέρα 9η Απριλίου στη Νέα Υόρκη» για να συζητήσει σχετικά με τη χρήση χημικών όπλων στη Συρία, προστίθεται στην ανακοίνωση της γαλλικής προεδρίας.
Το Παρίσι έχει καταστήσει σαφές πως θεωρεί «κόκκινη γραμμή» την ενδεχόμενη χρήση χημικών όπλων στη Συρία και ο πρόεδρος Μακρόν έχει διαμηνύσει πως σε τέτοια περίπτωση, «θα χτυπήσουμε».
Την Κυριακή, ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ διεμήνυσε ότι η Δαμασκός θα «πληρώσει μεγάλο τίμημα» μετά τις καταγγελίες οργανώσεων αρωγής περί των θανάτων δεκάδων πολιτών, ανάμεσά τους πολλών παιδιών και γυναικών, από δηλητηριώδη αέρια στη Ντούμα.
Στην ανάρτησή του στο Twitter με την οποία ο Τραμπ έκανε την προειδοποίηση αυτή, χαρακτήρισε «ζώο» τον πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ κι έκανε λόγο περί «ευθυνών» της Ρωσίας και του Ιράν.
Οι ΗΠΑ είχαν εξαπολύσει πριν από έναν χρόνο μια επίθεση με πυραύλους Κρουζ εναντίον μιας συριακής αεροπορικής βάσης, σε αντίδραση για τους θανάτους τουλάχιστον 80 πολιτών σε μια επίθεση με αέριο σαρίν στο χωριό Χαν Σεϊχούν, στη βορειοδυτική Συρία, για την οποία η Ουάσιγκτον είχε επίσης επιρρίψει την ευθύνη στη Δαμασκό.
Η κυβέρνηση της Συρίας διέψευσε ότι προέβη σε επίθεση με χημικά όπλα στη Ντούμα. Η Μόσχα κάλεσε την Ουάσιγκτον να μην προχωρήσει στην ανάληψη στρατιωτικής δράσης εξαιτίας των «ψευδών» πληροφοριών περί χρήσης χλωρίου στη Ντούμα, κατ΄αυτήν «πρόσχημα» και «πρόκληση» των ανταρτών της Τζάις αλ Ισλάμ.