Με ποινές “χάδι” και αφού απέφυγαν τις κατηγορίες για εγκλήματα μίσους έκλεισε η υπόθεση των δύο ανδρών της ασφάλειας του Τούρκου προέδρου, Ταγίπ Ερντογάν, οι οποίοι είχαν συλληφθεί για τα επεισόδια που έλαβαν χώρα στην πρεσβευτική κατοικία στην Ουάσιγκτον κατά την επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν.
Ο χειρισμός της υπόθεσης από τις αμερικανικές αρχές καταδεικνύει προσπάθεια επαναπροσέγγισης των δύο χωρών, οι δεσμοί των οποίων έχουν υποστεί μεγάλα πλήγματα τόσο λόγω των δεσμών που είχε ο πρώην σύμβουλος ασφαλείας του Ντόναλντ Τραμπ, Τζέιμς Φλιν, με την κυβέρνηση Ερντογάν, όσο και λόγω της άρνησης των ΗΠΑ να εκδώσουν τον Φετουλάχ Γκιουλέν που θεωρείται ηθικός αυτουργός του αποτυχημένου πραξικοπήματος το 2016.
Συνολικά για τα επεισόδια είχαν απαγγελθεί κατηγορίες σε βάρος 13 σωματοφυλάκων του Ταγίπ Ερντογάν, ωστόσο, για τους 11 οι κατηγορίες αποσύρθηκαν και οι υποθέσεις τέθηκαν στο αρχείο. Οι τελευταίοι δύο, που είχαν συλληφθεί πέτυχαν συμβιβασμό και ποινή ενός έτους φυλάκισης, η οποία έχει ανασταλτικό χαρακτήρα.
Οι δύο άνδρες, που είχαν συλληφθεί τον Ιούνιο, με την κατηγορία ότι επιτέθηκαν σε διαδηλωτές, παραδέχθηκαν στο δικαστήριο την ενοχή τους στο πλαίσιο ενός διακανονισμού που προέβλεπε την απαλλαγή τους από την κατηγορία για «έγκλημα μίσους».
Στα τέλη Μαρτίου, οι δικαστικές αρχές απέσυραν τις κατηγορίες για 11 σωματοφύλακες του Ερντογάν, που φέρονταν ότι συμμετείχαν στην επίθεση.
Επιπλέον, οι εισαγγελικές αρχές είχαν αποφασίσει να αποσύρουν τις κατηγορίες για άλλους τέσσερις σωματοφύλακες μια μέρα πριν από την συνάντηση του αντιπρόεδρου Μάικ Πενς με τον Τούρκο πρωθυπουργό Μπιναλί Γιλντιρίμ τον περασμένο Νοέμβριο. Μάλιστα κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και τον Φεβρουάριο όταν οι αρχές απέσυραν τις κατηγορίες για άλλους εφτά από τους άνδρες ασφαλείας, μόλις μια μέρα πριν από τη συνάντηση του τότε υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρεξ Τίλερσον με τον πρόεδρο Ερντογάν στην Άγκυρα.
Η βίαιη επίθεση, που είχε εκτυλιχτεί έξω από την κατοικία του πρεσβευτή της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις στα διεθνή μέσα ενημέρωσης και είχε προκαλέσει την αγανάκτηση πολλών μελών του αμερικανικού Κογκρέσου, γεγονός που τελικά οδήγησε στην απόφαση της Ουάσιγκτον να αναστείλει την πώληση όπλων στην υπηρεσία προστασίας του Τούρκου Προέδρου.