Ζήτημα συμβατότητας αλλά και στρατηγικής θέτουν οι ΗΠΑ στην Τουρκία, τη στιγμή που ο Βλάντιμιρ Πούτιν εξήγγειλε από την Άγκυρα την επίσπευση της πώλησης των S-400 στην Τουρκία και την επένδυση 20 δισ. δολαρίων για την κατασκευή πυρηνικού εργοστάσιου παραγωγής ενέργειας στο Ακούγιου.
Η επίσκεψη του Βλάντιμιρ Πούτιν στην Τουρκία, είναι η πρώτη μετά την επανεκλογή του, γεγονός που έχει από μόνο του υψηλή σημειολογική και πολιτική αξία, εντείνοντας τον προβληματισμό και την ανησυχία της Δύσης.
Η διαρκείς, όμως απαντήσεις, της Δύσης που προκαλούνται από τις οχλήσεις των media εξυπηρετούν τον σκοπό της Άγκυρας που είναι η πρόκληση και ο εξαναγκασμός σε εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση.
Ο Ρώσος πρόεδρος βρίσκεται στην Τουρκία για την τριμερή σύνοδο κορυφής για τη Συρία, καθώς για την εμπέδωση των ισχυρών πολιτικών και οικονομικών δεσμών της Ρωσίας με την Τουρκία, οι οποίες αποτυπώνονται τόσο στη διαρκή αύξηση των Ρώσων τουριστών, όσο και στη διεύρυνση της αμυντικής και οικονομικής συνεργασίας, όπως αυτή καταγράφηκε αυτές τις ημέρες.
Σε σχετική ερώτηση του ιστότοπου Hellas Journal, ο αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών υπενθύμισε την πάγια τοποθέτηση των ΗΠΑ που δεν θέλει μια χώρα σύμμαχο στο ΝΑΤΟ να προβεί στην αγορά του εν λόγω ρωσικού οπλικού συστήματος. Οι ΗΠΑ εκτιμούν ότι θα υπάρχουν σοβαρά ζήτημα συμβατότητας ανάμεσα στους S-400 και μια σειρά από αμερικανικά οπλικά συστήματα, στα οποία φυσικά περιλαμβάνονται και τα μαχητικά αεροσκάφη F-35.
«Όπως έχουμε πει και προηγουμένως, είναι σημαντικό οι χώρες του ΝΑΤΟ να προμηθεύονται στρατιωτικό εξοπλισμό που είναι διαλειτουργικός με τα συστήματα του ΝΑΤΟ. Ένα ρωσικό σύστημα δεν θα ανταποκρινόταν σε αυτό το πρότυπο».
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατασκευάστρια εταιρία των S-400, Almaz-Antey Air and Space Defense Corporation JSC, βρίσκεται υπό καθεστώς κυρώσεων μετά την απόφαση που έλαβε η αμερικανική κυβέρνηση την 27η Οκτωβρίου 2017. Η συγκεκριμένη απόφαση στηρίζεται στον ειδικό νόμο για την επιβολή κυρώσεων (CAATSA) που προβλέπει συνέπειες για τις χώρες που δεν συμμορφώνονται με τους αμερικανικούς κανόνες.
Επιπλέον, ο αξιωματούχος υπενθυμίζει πως μια τέτοια κίνηση δεν συμβαδίζει με την εκφρασμένη στρατηγική για τη σταδιακή απεξάρτηση -ιδίως των χωρών που ανήκαν στο πρώην μπλοκ της Σοβιετικής Ένωσης- από την πολεμική βιομηχανία της Ρωσίας.
«Μια τέτοια προμήθεια θα ήταν, επίσης, ασυμβίβαστη με τη δέσμευση που ανέλαβαν οι σύμμαχοι στη Διάσκεψη Κορυφής της Βαρσοβίας για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας (του ΝΑΤΟ), μέσω της καταβολής εθνικών προσπαθειών για τη μείωση των υφιστάμενων εξαρτήσεων από τον στρατιωτικό εξοπλισμό που προέρχεται από την Ρωσία»
αναφέρει.