Με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις να βρίσκονται σε φθίνουσα τροχιά, την ΕΕ και τις ΗΠΑ να δηλώνουν αδυναμία να χαλιναγωγήσουν τον Ταγίπ Ερντογάν, τη Ρωσία να αποδεσμεύει, να πριμοδοτεί και να χρησιμοποιεί την τουρκική προκλητικότητα, η Ελλάδα οδηγείται de facto σε κούρσα εξοπλισμών, που συνεπάγεται εκροή πόρων προς τρίτες χώρες, αύξηση δημοσίων δαπανών και απώλεια κονδυλίων από τα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων, καθιστώντας επιτακτική την άσκηση πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.
Τη στιγμή που η τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο βρίσκεται σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα, τόσο στη θάλασσα όσο και στον αέρα, με το προσφυγικό να εμφανίζει ενδείξεις αναζωπύρωσης και τον πρέσβη των ΗΠΑ να έχει κατ επανάληψη προειδοποιήσει για τον κίνδυνο θερμού επεισοδίου, η αποκατάσταση του αξιόμαχου των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και η ενίσχυσή τους, μετά από διαρκή μείωση δαπανών τα προηγούμενα χρόνια, φαίνεται μονόδρομος.
Υπ’ αυτό το πρίσμα μόνο τυχαία δεν ήταν η χθεσινή αναφορά του πρωθυπουργού, κατά την ομιλία του ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, στην επιτακτική ανάγκη να κλείνουν τα ανοιχτά μέτωπα στα εθνικά θέματα, τα οποία όπως σημείωσε καταναλώνουν φυσικούς πόρους και πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο.
Ήδη, όπως αναφέρει η Kathimerini.gr η ελληνική κυβέρνηση ενημέρωσε, σε κλειστή συνεδρίαση, την αρμόδια επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων της Βουλής, απ όπου φαίνεται να έλαβε διακομματική στήριξη για ένα έκτακτο εξοπλιστικό πρόγραμμα ύψους 1 δισ. το οποίο θα καλύψει ελλείψεις και θα απαντήσει στην Τουρκία τόσο σε επίπεδο αποτρεπτικής ισχύος, όσο και σε επίπεδο lobbying των συμμάχων, οι οποίοι παραδοσιακά λαμβάνουν υπόψη και το οικονομικό όφελος.
Η kathimerini.gr αναφέρει επίσης ότι θα υιοθετηθεί η διαδικασία fast track, για την άμεση ψήφιση και υλοποίηση του εξοπλιστικού προγράμματος, κίνηση που καταδεικνύει την κρισιμότητα των στιγμών.
Για την Ελλάδα, ωστόσο, το διακύβευμα απέναντι στην αχαλίνωτη τουρκική προκλητικότητα δεν μπορεί να περιοριστεί στην ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς κάτι τέτοιο θα τροφοδοτούσε περαιτέρω εντάσεις και ανταγωνισμούς επιτρέποντας σε τρίτες χώρες να επωφεληθούν και να επενδύσουν στην καλλιέργεια κλίματος τρόμου, προοπτική που θα έχει αρνητικές συνέπειες στις οικονομίες και των δύο χωρών.
Ήδη, με τη βεντάλια των εθνικών θεμάτων ανοιχτή, η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο της διελκυστίνδας NATO-Ρωσίας για τον έλεγχο των Βαλκανίων, με τη Μόσχα να εκμεταλλεύεται και να τροφοδοτεί την αντιπαλότητα της Άγκυρας με τη Δύση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σταθερότητα στην Ελλάδα.
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας φαίνεται να επιτυγχάνει αποτελέσματα, καθώς η Δύση έχει περιορίσει και σε πολλές περιπτώσεις διακόψει τον εξοπλισμό της Τουρκίας, γεγονός που ωφελεί τη σταθερότητα, καθώς αναγκάζει την Άγκυρα να αυτοπεριοριστεί. Γερμανία και ΗΠΑ, που είναι οι δυο μεγαλύτεροι προμηθευτές της Τουρκίας σε πολεμικό υλικό έχουν παγώσει ακόμα και ώριμες παραγγελίες, λόγω των επεμβάσεων στη Συρία και της προκλητικότητας που επιδεικνύει απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο.
Η Τουρκία, όμως, εμμένει και “πολιορκεί” ΗΠΑ και Γερμανία με παραγγελίες για εξοπλισμούς, F-35, Leopard και Patriot, διεκδικώντας συμπαραγωγή και μεταφορά τεχνογνωσίας ώστε να αναπτύξει αυτόνομα την τουρκική αμυντική βιομηχανία.
Ο παράγοντας Ρωσία
Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως και με τη Ρωσία, τουναντίον ο Βλάντιμιρ Πούτιν ανακοίνωσε χθες την επίσπευση της παράδοσης των ανιαεροπορικών πυραύλων S-400, για την προμήθεια των οποίων αντιδρούν οι ΗΠΑ και το NATO. καθώς και την επένδυση 20 δισ. δολαρίων για τη δημιουργία του πυρηνικού εργοστασίου στο Ακούγιου.
Παράλληλα όμως, η Αθήνα διατηρεί ανοιχτό δίαυλο και με τη Μόσχα, τον οποίο συντηρεί αποφεύγοντας τον σκόπελο των απελάσεων και προάγοντας την οικονομική διπλωματία μέσω του ενεργειακού διαύλου τόσο στο φυσικό αέριο όσο και στην εμπορία πετρελαιοειδών.
Στο ενεργειακό σκέλος η Ελλάδα ενισχύει τις εισαγωγές αερίου με τη δραστηριοποίηση και του Μυτιληναίου, παράλληλα με την Prometheas Gas του ομίλου Κοπελούζου και με την εξαγορά της Jetoil (της οικογένειας Μαμιδάκη) από την Αυστριακή Cetracore Energy, η οποία είναι θυγατρική της Rosneft.