Το πλαίσιο της λύσης που επιθυμεί η κυβέρνηση της πΓΔΜ επιχείρησε να προσδιορίσει ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας, Νίκολα Ντιμιτρόφ, παίρνοντας σαφείς αποστάσεις τόσο από συγκεκριμένες ελληνικές θέσεις για το όνομα όσο και από εθνικιστικές αγκυλώσεις της κυβέρνησης Γκρουέφσκι.
Ο κ. Ντιμιτρόφ προσδιόρισε τη γλώσσα, για ακόμη μια φορά ως σλαβική, εδραίωσε ιστορικά, χρονικά και γλωσσικά τη διαφορά από την ελληνική Μακεδονία, απεκδύθηκε των αλυτρωτισμών με τα ονόματα, τα αγάλματα και την ιστορία και αναγνώρισε τη βούληση της Ελλάδας για λύση καθώς και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στις διμερείς διαπραγματεύσεις. Από τη διάρθρωση των δηλώσεων του κ. Ντμιτρόφ δημιουργείται η αίσθηση της δημόσιας απάντησης στην τοποθέτηση του Νίκου Κοτζιά για έναν “τίμιο συμβιβασμό”, τον οποίο ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών προσδιόρισε ως “δίνεις το δευτερεύον για σένα και κρατάς το πρωτεύον, αυτό κάνει και ο απέναντι”.
Διαβάστε επίσης: Λύση αλά Republika Srpska
Παράλληλα, όμως, ο υπουργός Εξωτερικών της πΓΔΜ, απέρριψε μια από τις ελληνικές προτάσεις για όνομα που είναι το αμετάφραστο και ενιαίο “GornaMakedonija”, αναφέροντας ότι ο γεωγραφικός προσδιορισμός που θα μπορούσε να αποδεχτεί η ΠΓΔΜ στην ονομασία της «δεν μπορεί να είναι αναξιοπρεπής», ενώ προσέθεσε ότι «πρακτικά, το όνομά μας δεν υπάρχει σε ένα ενωμένο όνομα. Ούτε, πάλι, το ενωμένο είναι σύνθετο όνομα», πρόσθεσε.
Με τον τρόπο αυτό περιορίζει το πεδίο αναζήτησης λύσεων, όχι όμως τις γλώσσες στις οποίες θα αναζητηθούν, ενώ προάγει τη σλαβική ως εθνική γλωσσική ταυτότητα, κάνοντας τον μισό δρόμο και διατηρώντας την κόκκινη γραμμή στον εθνικό προσδιορισμό.
«Η δική μας γλώσσα είναι αναμφίβολα σλαβική. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάγεται στην ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών. Εμείς, μέσω της πολιτικής του εξαρχαϊσμού, επιχειρήσαμε να ενισχύσουμε τη ρίζα, για ποιους λόγους η γλώσσα είναι “μακεδονική” και εμείς “Μακεδόνες”, γεγονός που μας έφερε σε ένα ευάλωτο πεδίο, επειδή αυτός είναι ο κόσμος του ελληνικού πολιτισμού. Ο κόσμος των εθνών, της δημιουργίας των εθνών κλπ είναι πολύ πιο πρόσφατος – τον 18ο, 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα. Έτσι, όταν με το άγαλμα του Αλέξανδρου προσπαθείτε να υπερασπιστείτε την ταυτότητα, δημιουργείτε πολύ μεγαλύτερη αντίσταση εκεί όπου θα έπρεπε να δώσουμε τα χέρια»
είπε ο Ντιμιτρόφ. Ακόμη, ο υπουργός Εξωτερικών της ΠΓΔΜ σημείωσε ότι το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης για τα Σκόπια.
«Νομίζω ότι η ουσία του συμβιβασμού, εφόσον είναι εφικτός, είναι σε δύο πυλώνες. Ο ένας πυλώνας είναι ότι οι “Μακεδόνες” πρέπει να είναι “Μακεδόνες” που μιλούν την “μακεδονική” γλώσσα, γιατί ο φόβος (μας) από τη συγκεκριμενοποίηση του ονόματος “Μακεδονία” με έναν προσδιορισμό θα είναι αδύνατον να καλυφθεί. Αυτός ο φόβος θα πρέπει να καλυφθεί καταλλήλως, ώστε εμείς γενικά να μπορέσουμε να ανοιχτούμε σε έναν γεωγραφικό προσδιορισμό»
πρόσθεσε.
Παράλληλα όμως έδωσε το σημαντικό σημείο που χρειάζεται η Ελλάδα, που είναι η αναγνώριση της διαφοράς του Μακεδονικού-ελληνικού πολιτισμού, αναγνωρίζοντας εμμέσως, πλην σαφώς, τον λαό του, ως Σλάβους εποίκους της μακεδονικής γης.
Κληθείς να σχολιάσει την κριτική που ασκεί η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση της ΠΓΔΜ ότι η μετονομασία του αεροδρομίου των Σκοπίων και του κεντρικού αυτοκινητοδρόμου της χώρας συνιστούν υποχώρηση προς την Ελλάδα, ο Ντιμιτρόφ ανέφερε ότι οι κινήσεις αυτές θα έπρεπε να γίνουν ακόμα και αν δεν υπήρχε το θέμα του ονόματος.
«Για το παρελθόν θα συζητάμε; Με αυτό θα μείνουμε; Με τους μύθους για το ποιος έχει τις πιο ένδοξες ήττες; Ή θα προσπαθήσουμε να λύσουμε τα προβλήματα για να εξασφαλίσουμε το παρόν και το μέλλον; Ιδιαίτερα από τη στιγμή που την υπεράσπιση της ταυτότητας την φέραμε σε ένα πεδίο που η άλλη πλευρά προηγείται με 99-1, από την άποψη της δυτικής σκέψης, της φιλοσοφίας. Ανοίξτε καμιά εγκυκλοπαίδεια. Δεν υπήρχαν έθνη εκεί. Αυτός ο κόσμος είχε τέτοια κουλτούρα, αυτή ήταν η γλώσσα αυτού του πολιτισμού, τα αρχαία ελληνικά»
σημείωσε ο υπουργός Εξωτερικών της ΠΓΔΜ.
Πρόσθεσε ότι το πρόβλημα σχετικά με τον τρόπο που θα κατονομάζεται η γλώσσα και η υπηκοότητα περιπλέχθηκε και επιβαρύνθηκε από την πολιτική “εξαρχαϊσμού” της προηγούμενης κυβέρνησης της ΠΓΔΜ (σ.σ. του Νίκολα Γκρούεφσκι).
Ερωτηθείς αν εκτιμά πως η Ελλάδα ενδιαφέρεται πραγματικά για την λύση του προβλήματος, ο υπουργός Εξωτερικών της ΠΓΔΜ ανέφερε ότι και η Ελλάδα έχει τη βούληση για την εξεύρεση λύσης. Σημείωσε, ακόμα, ότι και οι δύο πλευρές πληρώνουν ήδη το πολιτικό κόστος από το άνοιγμα αυτού του προβλήματος και έχουν επενδύσει πολιτικά στην επίλυσή του, ενώ τόνισε ότι η Ελλάδα έχει μακροπρόθεσμο στρατηγικό συμφέρον να είναι η ΠΓΔΜ στενός σύμμαχός της, μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, γιατί «γείτονες είμαστε και γείτονες θα μείνουμε».
«Αν δεν υπάρξει μία κατάληξη που θα καλύπτει και τις δικές μας βασικές ανησυχίες, και τις δικές τους ανησυχίες, τότε δεν θα υπάρξει όφελος και θα μείνουμε μόνο με το πολιτικό κόστος. ‘Αρα, νομίζω ότι και εκεί (σ.σ. στην Ελλάδα) υπάρχει ενδιαφέρον για λύση»
πρόσθεσε ο Ντιμιτρόφ.
Σε ερώτηση σχετικά με την ελληνική θέση για αλλαγή του Συντάγματος της ΠΓΔΜ, ο Νίκολα Ντιμιτρόφ ανέφερε ότι αυτή ενδεχομένως οφείλεται στην εμπειρία της ελληνικής πλευράς από τη συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες με την Αλβανία, η οποία ακυρώθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο στα Τίρανα. Πρόσθεσε ότι στην περίπτωση της ΠΓΔΜ, το Σύνταγμα ορίζει ότι η κύρωση των διεθνών συμφωνιών που υπογράφει η χώρα γίνεται από την Βουλή, το δε Συνταγματικό Δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να υπεισέλθει και να κρίνει το περιεχόμενο των διεθνών συμφωνιών που έχουν κυρωθεί, αλλά μόνο θέματα που σχετίζονται με τη διαδικασία (αν υπήρχε εξουσιοδότηση για την υπογραφή της συμφωνίας, αν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία για την κύρωσή της κλπ).
«Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι μία διεθνής συμφωνία που θα κυρωθεί από το κοινοβούλιο είναι η πιο σοβαρή εγγύηση»,
είπε ο υπουργός Εξωτερικών της ΠΓΔΜ.
Τέλος, ο υπουργός Εξωτερικών της ΠΓΔΜ ανέφερε ότι κατά την τελευταία επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας Νίκου Κοτζιά στα Σκόπια, την περασμένη εβδομάδα, «σημειώθηκε πρόοδος» στις διαπραγματεύσεις για την εξεύρεση λύσης στο ζήτημα της ονομασίας και εξέφρασε την εκτίμηση ότι στο νέο γύρο διαπραγματεύσεων που θα διεξαχθεί στις 30 Μαρτίου, στην Βιέννη, οι δύο χώρες «θα μπορούσαν να προχωρήσουν μπροστά».