Την πρόταση νόμου για τον φόρο online συναλλαγών για τις μεγάλες εταιρίες κατέθεσε ο Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί, προσπάθεια που αντιμετωπίζει μεγάλες ενστάσεις και διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της ΕΕ.
Στόχος της πρότασης της Κομισιόν είναι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες που κάνουν συναλλαγές online και δεν φορολογούνται καθώς χρησιμοποιούν θυγατρικές σε φορολογικές παραδείσους την πρακτική transfer pricing για την αποφυγή φορολόγησης, να αναγκαστούν να καταβάλλουν το μερίδιο που τους αναλογεί. Όπερ σημαίνει ότι στο στόχαστρο βρίσκονται εταιρίες όπως η Google, το Facebook και η Amazon.
Σύμφωνα με το σχέδιο της Επιτροπής, οι εταιρίες με σημαντικά ψηφιακά έσοδα στην Ευρώπη θα καταβάλουν φόρο 3% επί του κύκλου εργασιών τους σε διάφορες υπηρεσίες online στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποφέροντας φορολογικά έσοδα της τάξης των 5 δισ. ευρώ στα ευρωπαϊκά ταμεία.
Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι κάτι αντίστοιχο προέβλεπε και ο φόρος Τόμπιν για τις τραπεζικές συναλλαγές ο οποίος όμως παρέμεινε στις καλλένδες.
Εάν υποστηριχθεί από κράτη της ΕΕ και νομοθέτες, αν και υπάρχουν βαθιές διαιρέσεις, ο φόρος θα ισχύει για μεγάλες επιχειρήσεις με ετήσια παγκόσμια έσοδα άνω των 750 εκατομμυρίων ευρώ ετήσια “φορολογητέα” έσοδα εντός της ΕΕ άνω των 50 εκατομμυρίων ευρώ.
Ο φόρος, ο οποίος έχει σχεδιαστεί ως βραχυπρόθεσμο μέτρο πριν η ΕΕ βρει έναν τρόπο φορολόγησης των κερδών βάσει του τόπου όπου δραστηριοποιείται, θα μπορούσε επίσης να συμπεριλάβει και άλλες αμερικανικές εταιρίες όπως η Airbnb και η Uber.
Σχεδιάζεται να εφαρμόζεται σε δραστηριότητες στις οποίες οι χρήστες παίζουν ρόλο στη δημιουργία αξίας – είτε μέσω διαδικτυακής διαφήμισης, όπως σε μηχανές αναζήτησης ή κοινωνικά μέσα, μέσω ηλεκτρονικού εμπορίου ή στην πώληση δεδομένων σχετικά με χρήστες.
Η κατάθεση του νομοσχεδίου έρχεται παράλληλα με την πρωτοβουλία των ΗΠΑ να επιβάλλουν δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο, καθιστώντας ολοένα και πιο πιθανό έναν εμπορικό πόλεμο.
Οι αντιμονοπωλιακές αρχές της ΕΕ έχουν επίσης επιβάλλει τεράστια πρόστιμα στη Google και την Apple και άλλες αμερικανικές εταιρίες για αντιμονοπωλιακές πρακτικές, πυροδοτώντας κριτική από τις ΗΠΑ για πολιτική στόχευση της Silicon Valey.
Εσωτερικές διαιρέσεις
Τα μεγάλα κράτη της ΕΕ κατηγόρησαν τις εταιρίες τεχνολογίας ότι πληρώνουν πολύ λίγους φόρους στο μπλοκ, μεταφέροντας μερικά από τα κέρδη τους σε κράτη μέλη χαμηλού φόρου όπως η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο.
Οι ίδιες οι εταιρίες τεχνολογίας των ΗΠΑ δήλωσαν ότι πληρώνουν φόρο σύμφωνα με τους εθνικούς και διεθνείς νόμους και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι ο φόρος θα πρέπει να καταβάλλεται στις Ηνωμένες Πολιτείες για τα κέρδη που επαναπατρίζονται εκεί.
Η πρόταση είναι να φορολογούνται οι εταιρίες ανάλογα με το πού βασίζονται οι ψηφιακοί χρήστες τους, γεγονός που προσφέρει στις μεγάλες χώρες τη μερίδα του λέοντος από τα εν δυνάμει φορολογικά έσοδα και αποδυναμώνοντας το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των χαμηλών φορολογικών συντελεστών που έχουν μικρότερες χώρες, όπως η Ιρλανδία.