Θέσεις που με την επωδό της απευθείας υπαγωγής στον πρωθυπουργό αποτελούν έκφραση του κυβερνητικού δόγματος διατυπώνει σε συνέντευξή του στη Real News ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας, Φώτης Κουβέλης, ο οποίος -μεταξύ άλλων- εμφανίζεται καθησυχαστικός ως προς την προοπτική περαιτέρω επιδείνωσης της κατάστασης στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, επισημαίνοντας ότι «η Τουρκία δεν επιδιώκει ένα θερμό επεισόδιο, πολύ περισσότερο, την σύρραξη με την Ελλάδα».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η σημείωση του Φώτη Κουβέλη ότι ως αναπληρωτής υπουργός αναφέρεται στον πρωθυπουργό, καθιστώντας σαφές ότι δεν είναι πολιτικός του προϊστάμενος ο Πάνος Καμμένος, ανάγοντας βέβαια σε θεσμικό επίπεδο την επισήμανση αυτή. Η ανάδειξή της όμως, αποτελεί σαφές πολιτικό μήνυμα που αν συνεκτιμηθεί με τις αισθητά διαφορετικές θέσεις που έχουν εκφράσει με τον υπουργό Άμυνας, τότε συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο ίδιος απηχεί τη φωνή του πρωθυπουργού και όχι ο Πάνος Καμμένος.
Συνεπώς, με τον τρόπο αυτό, καθίσταται σαφές ότι ο Πάνος Καμμένος δεν εκφράζει την κυβέρνηση, γεγονός που -προστιθέμενο- σε παλαιότερες δηλώσεις του Φώτη Κουβέλη, για την υπόθεση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, εδραιώνει νέο δίαυλο επικοινωνίας με την Τουρκία και το διεθνή παράγοντα στο υπουργείο Άμυνας.
Υπ’ αυτό το πρίσμα το σύνολο της παρέμβασης του Φώτη Κουβέλη έχει ισχυρό σημειολογικό και πολιτικό χαρακτήρα, καθώς τοποθετείται επί του συνόλου των ανοιχτών θεμάτων, ενώ έχοντας άρτι εισέλθει στην κυβέρνηση, καταδεικνύει τη σαφή στροφή του ιδίου του πρωθυπουργού.
Αν μάλιστα η συνέντευξη του Φώτη Κουβέλη εξεταστεί και υπό το χρονικό πρίσμα, καθώς συνέπεσε με τη Διεθνή Συνάντηση του Προοδευτικού Φόρουμ στην Αθήνα, και σε συνδυασμό με τις εκπεφρασμένες αντιθέσεις του Πάνου Καμμένου και των ΑΝΕΛ στο Σκοπιανό καθώς και το “οφσάιντ” στους χειρισμούς με την Τουρκία, τότε εδραιώνεται η αντίληψη εμβάθυνσης του κυβερνητικού ρήγματος και ενισχύεται η δυναμική αναζήτησης νέου κυβερνητικού εταίρου πιο κοντά στον φυσικό χώρο του ΣΥΡΙΖΑ.
Την αίσθηση αυτή ενδυναμώνει η θετική υποδοχή, τόσο από τον Αλέξη Τσίπρα, όσο και από τον Φώτη Κουβέλη, των θέσεων του Σταύρου Θεοδωράκη για Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, τις οποίες επαναδιατυπώνει ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας και στη συνέντευξή του.
Ο αναπληρωτής υπουργός δεν αποκλείει
«ένα τυχαίο γεγονός, που μπορεί να προκληθεί μέσα στην ένταση που προκύπτει, για παράδειγμα στις αεροπορικές αναχαιτίσεις, είναι δυνατόν να κλιμακώσει τις εντάσεις».
Σύμφωνα με τον κ. Κουβέλη οι εντάσεις που προκαλεί η Τουρκία στις σχέσεις της με την Ελλάδα έχουν
«ως κύρια αναφορά την ΑΟΖ της Κύπρου» την οποία η γειτονική χώρα «εντάσσει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διεκδίκησης ανακαθορισμού των συσχετισμών στην ευρύτερη περιοχή».
Επίσης, ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας τονίζει ότι η Ελλάδα
«από θέση σταθερότητας και ψυχραιμίας δεν επιδιώκει την κλιμάκωση της έντασης, αποφασισμένη και ικανή βέβαια να υπερασπίζεται τα δικαιώματά της» και προσθέτει ότι «η Τουρκία εκτίθεται και αποδυναμώνει την εξωτερική πολιτική της με τις εντάσεις που προκαλεί».
Αναφερόμενος στο θέμα της σύλληψης και κράτησης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στις τουρκικές φυλακές, ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας κάνει λόγο για «απλό διασυνοριακό περιστατικό» που «θα μπορούσε να επιλυθεί με μια απλή συνεννόηση», αλλά «η Τουρκία το ενέταξε στις εντάσεις των σχέσεών της με τη χώρα μας και το παρέπεμψε στο τουρκικό δικαστήριο». Επιπλέον κατηγορεί την Άγκυρα ότι χρονοτριβεί, επικαλούμενη δικαστικές διαδικασίες, ενώ διαβεβαιώνει ότι η Ελλάδα προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προς πολλές κατευθύνσεις για την επιστροφή των δύο στρατιωτικών, εκφράζοντας ταυτόχρονα τη μη ικανοποίηση του από τη συνολική εξέλιξη της υπόθεσης.
Ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας επιχείρησε και μια διασταλτική ερμηνεία της ουδετερότητας του NATO και της προτροπής του γενικού γραμματέα για επίλυση του ζητήματος σε διμερές επίπεδο, υποστηρίζοντας ότι
«η δήλωση και η προτροπή του ΝΑΤΟ ότι το όλο θέμα πρέπει να επιλυθεί μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας βαραίνει προφανώς την Τουρκία και όχι την Ελλάδα». «Και η Τουρκία, νομίζω ότι αντιλαμβάνεται το βάρος αυτής της προτροπής στις σχέσεις της και με το ΝΑΤΟ»
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση αναφέρει ότι δεν εξετάζεται η αύξηση της στρατιωτικής θητείας, καθώς «οι Ένοπλες Δυνάμεις μας είναι ικανές και με αποτρεπτική επάρκεια συγκροτημένες».
Ο κ. Κουβέλης αξιολογεί ως θετική την πρόταση του Σταύρου Θεοδωράκη για τη συγκρότηση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, εκτιμά ως αναγκαία και επιβεβλημένη τη συνεννόηση και ενότητα των δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής και εγκαλεί την αντιπολίτευση συνολικά, «με μικρές εξαιρέσεις», ότι «υποτάσσει το χρήσιμο και επιβεβλημένο στη στείρα αντιπολίτευση».
Παράλληλα κρίνει ως συμφέρουσα για την Ελλάδα τη λύση του «λεγόμενου “Μακεδονικού ζητήματος”» με «προϋποθέσεις που αφορούν τους αλυτρωτισμούς, την εγγύηση των συνόρων και με σύνθετη ονομασία, με χρήση έναντι όλων». «Μια διεθνής συνθήκη με καταγεγραμμένες τις δεσμεύσεις σχετικά με τον αλυτρωτισμό, στις πολλές εκφάνσεις του, την αμφισβήτηση των συνόρων, την ονομασία, υπερισχύει του υπάρχοντος ή μελλοντικού Συντάγματος. Βέβαια η αναθεώρηση του Συντάγματος της ΠΓΔΜ και η εναρμόνισή του με τους όρους της διεθνούς συνθήκης θα αποτελεί υποχρέωσή της έναντι του διεθνούς δικαίου» προσθέτει.
Αναφέρει ακόμα ότι η «μη λύση» τροφοδοτεί τις επεκτατικού χαρακτήρα επιλογές της Τουρκίας που επιδεικνύει το «ενδιαφέρον της» για τους τουρκικούς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς της περιοχής, ενώ όπως σημειώνει «πρέπει να συνυπολογιστεί και η αναδεικνυόμενη διάθεση για την δημιουργία της “Μεγάλης Αλβανίας”».
«Την θέση μου αυτή δεν τη συναρτώ ούτε την εξαρτώ από τη θέση των ΑΝΕΛ. Θα αποτελούσε όμως σπουδή η εκτίμηση, έστω και ως υπόθεση εργασίας, να θεωρηθεί ότι οι ΑΝΕΛ, στο επιθυμητό ενδεχόμενο συμφωνίας Ελλάδας-ΠΓΔΜ θα αποχωρήσουν από την κυβέρνηση» προσθέτει.
Τέλος για την συνεργασία του με τον Πάνο Καμμένο και τη δήλωση που είχε κάνει ο ίδιος ότι «θα αναφέρεται στον πρωθυπουργό» απαντά: «Με τον κ. Καμμένο συνεργαζόμαστε για να υπηρετηθεί το θετικό αποτέλεσμα του κυβερνητικού έργου. Εργαζόμαστε για το ωφέλιμο για τη χώρα στον τομέα ευθύνης μας, ανεξάρτητα από τη διαφορετική θέση που έχουμε στο ζήτημα του “Μακεδονικού”. Πράγματι ο κάθε αναπληρωτής υπουργός στον Πρωθυπουργό θεσμικά αναφέρεται».