Να μετατρέψει το ελώδες έδαφος, που δημιούργησαν οι διαρκείς επιχώσεις τοξικών θεμάτων στην επικαιρότητα, σε γόνιμο ώστε να καρποφορήσει η πρωτοβουλία πολιτικής συνεννόησης και το άνοιγμα στο κέντρο, είναι ο Αλέξης Τσίπρας, ενώ παράλληλα καλείται να διαχειριστεί μια ιδιαίτερα ευεπίφορη πολιτική ατζέντα, η οποία μπορεί να εξυπηρετεί στη διαχείριση του πολιτικού κόστους, δεν επιτρέπει όμως την εμπέδωση της πολιτικής κυριαρχίας.
Σε πολιτικό επίπεδο η κίνηση του πρωθυπουργού να ανοίξει τους διαύλους επικοινωνίας με την Κεντροαριστερά, ενώ παράλληλα η κυβερνητική πλειοψηφία αποστασιοποιείται από τους χειρισμούς και τη ρητορική του προέδρου των ΑΝΕΛ σε κάθε περίσταση, αποτελεί σαφή ένδειξη της προσπάθειας διαμόρφωσης μιας νέας κατάστασης, τα συστατικά της οποίας ακόμα προσδιορίζονται.
Οι πολιτικοί συσχετισμοί που δυναμικά διαμορφώνονται επί των ανοιχτών και μειζόνων πολιτικών και εθνικών θεμάτων, κινούνται σε μια ad hoc λογική, η οποία ωστόσο δεν μπορεί να εξασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα μεσομακροπρόθεσμα και ως εκ τούτου να διασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα. Αντιλαμβανόμενος αυτούς τους περιορισμούς των ευκαιριακών συμμαχιών και πολιτικών συμπτώσεων, ο Αλέξης Τσίπρας αναλαμβάνει πρωτοβουλία προσέγγισης με την Κεντροαριστερά την οποία εκδηλώνει πολυεπίπεδα, θέλοντας να κερδίσει την εμπιστοσύνη τόσο των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων, όσο και των ευρωπαϊκών, καθώς οι ευρωεκλογές θα είναι το πρώτο κρίσιμο τεστ της νέας αυτής πολιτικής διεύρυνσης.
Στο εσωτερικό τα πολιτικο-επιχειρηματικά σκάνδαλα, η χαμηλού επιπέδου αντιπαράθεση και η προσπάθεια συσπείρωσης δυνάμεων, από όλες τις πλευρές, δημιουργούν μια ιδιαίτερα ανθυγιεινή ατμόσφαιρα για την προώθηση των επιδιώξεων της πολιτικής συνεννόησης και ανατροπής του status quo, παρά το γεγονός ότι βοηθούν τα κόμματα να απεξαρτηθούν από τους επιχειρηματικούς πόλους και να απαγκιστρωθούν από “βαρίδια”.
Με στο Σκοπιανό να βρίσκεται σε διαδικασία ταχείας επώασης, οι πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει ο Αλέξης Τσίπρας περιστρέφονται γύρω από την ανάγκη εξασφάλισης της πολιτικής σταθερότητας, καθώς οι αντίρροπες δυνάμεις που ασκούνται στην κυβέρνηση, τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό, ως αποτέλεσμα της κλιμακούμενης έντασης στην αντιπαράθεση NATO-Ρωσίας, εντείνονται και απειλούν ευθέως τη δυνατότητα επίλυσης και την πολιτικο-κοινωνική συνοχή.
Η τουρκική προκλητικότητα αν και δεν σχετίζεται με τις διμερείς σχέσεις εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο παρεμβάσεων που ασκούνται προς την Ελλάδα λόγω της αντιπαράθεσης μεγάλων σχηματισμών στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων, για την έκβαση της οποίας η Αθήνα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Αν και η Τουρκία τηρεί ευλαβικά τη συμφωνία για το προσφυγικό, έχει περιορίσει την προκλητικότητα στο Αιγαίο και έχει μεταφέρει την εστία της έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο και την κυπριακή ΑΟΖ, η σύλληψη και κράτηση των δυο Ελλήνων στρατιωτικών εκτιμάται ότι αποσκοπεί σε πίεση κυρίως προς το NATO, του οποίου είναι και οι δυο χώρες μέλη.
Παράλληλα, στο μέτωπο της οικονομίας, η προοπτική εξόδου από το Μνημόνιο σε συνδυασμό με τη συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους αποτελούν τομείς στους οποίους επενδύει η κυβέρνηση προσδοκώντας να δρέψει οφέλη μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο τα αγκάθια της “προληπτικής πιστωτικής γραμμής”, των κόκκινων δανείων και το ενδεχόμενο νέων μέτρων επισκιάζουν τμήματα του οδικού χάρτη προς την αποκατάσταση της κανονικότητας.