Προσπάθεια να διασκεδάσουν τις ανησυχίες των αγορών που εγείρονται από την εφαρμογή των νέων κανόνων της ΕΚΤ για τα νέα κόκκινα δάνεια κάνουν οι τράπεζες, υπεπροβάλλοντας μέσα από επισημάνσεις και διαρροές στα media το σταδιακό και “χαλαρό” χρονοδιάγραμμα πλήρους εναρμόνισης.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της SSM και της EBA για την αντιμετώπιση των NPL’s η προσαρμογή των τραπεζών θα ξεκινήσει την 1η Απριλίου, ενώ θα εκταθεί έως το 2021 για την πλήρη εφαρμογή τους.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι τράπεζες έχουν στους ισολογισμούς τους μη εξυπηρετούμενα δάνεια της τάξης των 750 δισ. ευρώ, με τις ελληνικές να έχουν τον χειρότερο λόγο ως προς το σύνολο του χαρτοφυλακίου τους, λόγω της κρίσης.
Θέλοντας να κάμψει τις ανησυχίες για την αυστηρότητα των προτάσεών της, η ΕΚΤ ξεκαθάρισε πως οι κατευθυντήριες γραμμές είναι «μη δεσμευτικές προσδοκίες» και θα χρησιμοποιηθούν απλώς ως βάση διαλόγου με την κάθε τράπεζα ξεχωριστά.
«Το αποτέλεσμα αυτού του διαλόγου θα ενσωματωθεί για πρώτη φορά στη Διαδικασία Εποπτείας και Αξιολόγησης το 2021» ξεκαθαρίζει και προσθέτει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν το χρόνο, που τους παρέχεται προκειμένου να προετοιμαστούν και να λάβουν μέτρα για τον περιορισμό της παραγωγής νέων κόκκινων δανείων.
Αρχικά οι κατευθυντήριες γραμμές είχε σχεδιαστεί να αρχίσουν να εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου, αλλά η κεντρική τράπεζα υπαναχώρησε μετά από πιέσεις πολιτικών που είχαν υποστεί lobbying από τους τραπεζίτες, κυρίως από την Ιταλία, την Ελλάδα και τη Γερμανία.
Ωστόσο, οι αγορές εκλαμβάνουν την ελαστικότητα αυτή ως αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να ανταποκριθεί στο νέο πιο απαιτητικό περιβάλλον λόγω εδραιωμένων παθογενειών που οι επόπτες καλύπτουν αντί να αντιμετωπίζουν.
Η αίσθηση του κινδύνου που αποπνέει η διακριτική μεταχείριση των ευρωπαϊκών τραπεζών σε συνδυασμό με την εδραιωμένη πλέον προσδοκία για έξοδο από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, την αύξηση του κόστους του χρήματος διεθνώς και την έκρηξη του γεωπολιτικού ρίσκου, δημιουργούν ένα ιδιαίτερα προβληματικό σκηνικό στο οποίο η διάθεση ανάληψης κινδύνου περιορίζεται πολύπλευρα και ραγδαία.
Αν σε αυτά προστεθεί η προοπτική ανατροπής του status quo με την αύξηση του ανταγωνισμού στον τομέα των epayments, το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για την προστασία δεδομένων και τη MiFid II τότε σκιαγραφείται μια ιδιαίτερα ζοφερή εικόνα η οποία επιβαρύνει το ασθμαίνων ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, το οποίο δεν αναζήτησε κεφάλαια εγκαίρως και τώρα όλοι βλέπουν τα προβλήματα αλλά κανείς τη λύση.