Οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία βρίσκονται ίσως στο χαμηλότερο επίπεδο που έχουν υπάρξει διαχρονικά, παράλληλα όμως είναι και ιδιαίτερα λειτουργικές και αποδοτικές σε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, ενώ η ένταση αυξάνει το ρίσκο και υποσκάπτει τις αναπτυξιακές προοπτικές των δυο χωρών, αναγκάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση και το NATO να ασχοληθούν ενεργητικά με μια περιοχή που αυτορυθμίζονταν στη βάση απουσίας αντίπαλου δέους, αλλά δεν μπορεί πλέον.
Η προσπάθεια της Ρωσίας να ανατρέψει το διεθνές γεωπολιτικό και γεωοικονομικό status quo, σε συνδυασμό με την προσπάθεια της δύσης να χαλιναγωγήσει με αδόκιμα -παλαιάς σχολής- μέτρα τον Ταγίπ Ερντογάν έχουν αυξήσει το ρίσκο, την κινητικότητα τα ανοιχτά μέτωπα στην ευρύτερη περιοχή. Η εσωστρέφεια της Ευρώπης, που μόνο μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ άρχισε να σπάει, αποτέλεσε επίσης ζήτημα που επιβάρυνε τις διμερείς σχέσεις στο Αιγαίο, ενώ πρόσθετη πηγή έντασης αποτελεί το Κυπριακό και η παρεμπίπτουσα ΑΟΖ.
Από την άλλη πλευρά, η σχεδόν υποδειγματική, τήρηση από την Τουρκία της συμφωνίας για τον έλεγχο των προσφυγικών ροών με την Ευρώπη, η -μέχρι προσφάτως- επιλογή του Ταγίπ Ερντογάν να εξαιρέσει την Ελλάδα από τις αντιπαραθέσεις με την ΕΕ και ιδιαίτερα με τη Γερμανία και την Αυστρία, είναι ενδείξεις που αν αξιολογηθούν υπό συγκεκριμένα φίλτρα παρουσιάζουν μια άλλη πτυχή των -κατά τα άλλα- τεταμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η θεώρηση αυτή αμφισβητείται, σε ένα βαθμό, από τις διαδικασίες που ακολούθησαν τη σύλληψη των Ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο, όχι όμως ακόμα επαρκώς για να ανατραπεί το εδραιωμένο μοτίβο συμπεριφοράς. Την ίδια στιγμή η τουρκική προκλητικότητα στον ελληνικό εναέριο χώρο έχει υποχωρήσει αισθητά, αν και η παραβατικότητα παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Διαφορετική είναι η εικόνα στο Νότιο Αιγαίο στην κυπριακή ΑΟΖ όπου με αποκορύφωμα το περιστατικό με τον διεμβολισμό του σκάφους της ελληνικής ακτοφυλακής και την απειλή κατά του γεωτρύπανου της ENI, η κατάσταση είναι οξυμένη, με τις δηλώσεις τόσο του Ταγίπ Ερντογάν όσο και Τούρκων αξιωματούχων να συντηρούν αυτό το κλίμα στην περιοχή.
Εντύπωση προκαλεί η χρονική σύμπτωση των γεγονότων αυτών, καθώς εκδηλώθηκαν μέσα σε διάστημα ενός μήνα και διαδοχικά, τη στιγμή που η Τουρκία διεξάγει επιχειρήσεις στη Βόρεια Συρία και το το Βόρειο Ιράκ και βρίσκεται σε ευθεία αντιπαράθεση με το NATO.
Υπ αυτό το πρίσμα, η έξαρση της τουρκικής προκλητικότητας έναντι της Ελλάδας θα μπορούσε να ερμηνευτεί -ίσως όχι δεσμευτικά- ως μήνυμα προς την Ατλαντική Συμμαχία. Αυτή η ανάγνωση θα μπορούσε να είναι κυρίαρχη αν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι προσφάτως ο Ταγίπ Ερντογάν επιτέθηκε κατά του NATO για τη στάση που έχει λάβει στην Αφρίν.
Το σενάριο της αντιπαράθεσης NATO-Τουρκίας και την προσπάθειας να χρησιμοποιηθεί η Ελλάδα ως μοχλός πίεσης και τηλεβόας της τουρκικής δυσφορίας, ισχυροποιείται από την ένταση με την οποία επιχειρεί η Άκγυρα να αναβαθμίσει τη βαλκανική της παρουσία, υποσκάπτοντας όμως τις ευρωατλαντικές προοπτικές των χωρών της περιοχής.
Παράλληλα, η Τουρκία έχει εδραιώσει ένα νέο δίαυλο επικοινωνίας με την ΕΕ, μέσω Ελλάδας, τον οποίο δεν φαίνεται διατεθειμένη θέσει υπό αμφισβήτηση, γι αυτό άλλωστε δεν υποσκάπτει τη συμφωνία για το προσφυγικό, ούτε εγείρει ζητήματα σε επίπεδο διμερών σχέσεων.