Στρατηγική αναθεώρησης -επί το ρεαλιστικότερο- των προβλέψεων ακολουθεί η κυβέρνηση καθώς οδεύει για την έξοδο από το Μνημόνιο και την έναρξη της διαδικασίας μαθηματικοποίησης των υπολογισμών για την ελάφρυνση του χρέους, ενώ καλλιεργεί το έδαφος για την αποδοχή του νέου μεσοπρόθεσμου προγράμματος 2019-2022, το οποίο θα είναι “made in Greece” για τη χρηματοδότηση του οποίου όμως θα απαιτηθεί ανακατανομή δαπανών και διαφορετικό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής.
Εκ πρώτης όψεως η κυβέρνηση φαίνεται να μην πιάνει τους στόχους για την ανάπτυξη του 2017 και ως εκ τούτου αναγκάζεται να προσαρμόσει τους στόχους για τα επόμενα έτη έτσι να περιορίσει τα σημεία τριβής με τους θεσμούς εμπεδώνοντας παράλληλα την κεκτημένη αξιοπιστία. Μια πιο προσεκτική ματιά όμως και υπό το φίλτρο της σύνδεσης των ρυθμών ανάπτυξης, της εξέλιξης των δημοσίων δαπανών και της ελάφρυνσης του χρέους προσφέρει μια εντελώς διαφορετική εκδοχή της κατάστασης.
Με δεδομένο ότι στο ζήτημα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους προκρίνεται ο γαλλικός μηχανισμός σύνδεσης των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας με την ελάφρυνση έτσι ώστε να διασφαλίζεται τόσο η εξυπηρετισιμότητά του όσο και η αποκατάσταση της βιωσιμότητάς του σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να παρουσιάσει στοιχεία τα οποία θα αποδεικνύουν την αποδοτικότητα των μεταρρυθμίσεων στον έλεγχο των δαπανών, ενώ παράλληλα ότι το μεγάλο δημόσιο χρέος και η εξ αυτού εκπορευόμενη αστάθεια αποτελούν τροχοπέδη για την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων.
Τούτων δοθέντων οι εταίροι θα είναι υποχρεωμένοι να υλοποιήσουν ένα νέο εμπροσθοβαρές πρόγραμμα reprofiling του χρέους, απελευθερώνοντας ρευστότητα στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης και να υποστηρίξουν επιστροφές κεφαλαίων από τα ομόλογα ANFA, έτσι ώστε να μην εκτροχιαστούν οι στόχοι και να μην αναθεωρηθούν τα πλεονάσματα, τα οποία ωστόσο θα μειωθούν εκ των πραγμάτων, καθώς θα περιοριστούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες.
Το κλίμα, το ξένο χρήμα και το ρίσκο
Η παραδοχή αυτή εδράζεται αφενός στη διστακτική εισροή φρέσκου χρήματος, παρά την αποκατάσταση της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας στη χώρα και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Το επενδυτικό χρήμα που στρέφεται στην Ελλάδα συνεχίζει να έχει βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και να αναζητά αγορές με μεγάλη ρευστότητα και εγγυημένα σημεία εξόδου. Η επιδείνωση του κλίματος λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων στο Αιγαίο, τη Θράκη και την Ανατολική Μεσόγειο, ενισχύουν το ρίσκο, δρώντας αποτρεπτικά για την εισροή φρέσκου χρήματος, ενώ παράλληλα ανεβάζουν την ταχύτητα κίνησης των ήδη επενδεδυμένων κεφαλαίων.
Αυτό, όπως εγκαίρως επισήμανε το Crisis Monitor, αντικατοπτρίζεται στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, όπου η αγορά ισορροπεί σε κρίσιμα επίπεδα, με τους μακροκρόνιους τεχνικούς δείκτες να παρουσιάζουν μια ιδιαίτερα αρνητική εικόνα, τους βραχυχρόνιους να δείχνουν παρατεταμένη συσσώρευση και τους μεσοπρόθεσμους να προδίδουν μεγάλη ανησυχία, προετοιμάζοντας επίσης για επερχόμενα πτωτικά σήματα.
Οι νέες προβλέψεις
Η αναθεώρηση των στόχων για την ανάπτυξη συνοδεύεται από ευρύτερες αναθεωρήσεις ώστε να παράγονται σωστά τα στοιχεία. Αυτό συνεπάγεται νέο κύμα αναλύσεων και απογραφών από τα υπουργεία, γεγονός που πολλαπλασιάζει τον όγκο εργασίας τόσο για τον κρατικό μηχανισμό όσο και για τα τεχνικά κλιμάκια, τα οποία καλούνται να επαληθεύσουν, υπό την πίεση της Κομισιόν, για την επιτάχυνση της διαδικασίας τεράστιο όγκο πληροφοριών.
Παράλληλα, όμως, η επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων για την ανάπτυξη έρχεται να τονίσει συγκεκριμένες αδυναμίας της οικονομίας και αστοχίες προβλέψεων σε άλλα μεγέθη, ανοίγοντας διαδικασία ευρύτερης αναθεώρησης του προγράμματος. Έχοντας όμως επιτύχει και υπερκαλύψει τον στόχο μείωσης δαπανών, εισπράξεων από φόρους και αντιμετωπίζοντας πρόβλημα χαμηλών εισροών κεφαλαίων, έλλειψης κεφαλαίων στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και υποχρηματοδότησης των έργων υποδομών, η εικόνα που δημιουργείται δύσκολα θα ευνοήσει νέες περικοπές, τουναντίον οι θεσμοί θα αναγκαστούν να στραφούν σε αλλαγή μίγματος οικονομικής πολιτικής, αποδεχόμενοι ευκολότερα το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, “made in Greece”.
Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, το ΑΕΠ υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί κατά 2,3% το 2018, έναντι πρόβλεψης του Προϋπολογισμού για αύξησή του κατά 2,5%. Στο 2,5% υπολογίζεται η αύξηση του ΑΕΠ το 2019, αλλά μετά εκτιμάται ότι θα φθίνει σταδιακά προς το 1,8% το 2022.
Στα ίδια στοιχεία καταγράφεται επίσης ότι οι επενδύσεις (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) μετά από διψήφια αύξησή τους, 13,1% που προβλέπεται για το 2018, θα έχουν επίσης επιβραδυνόμενο ρυθμό αύξησης (προς το 7% το 2022 από 9,6% το 2017). Και τούτο ενδεχομένως να συνδέεται με την πρόβλεψη στα όρια δαπάνης ανά κατηγορία της διατήρησης του ΠΔΕ “παγωμένου” τα έτη 2019-2022 στα 7,3 δισ. ευρώ (για φέτος υπολογίζεται στα 6,75 δισ. ευρώ).
Το ΥΠΟΙΚ βλέπει πληθωρισμό (εναρμονισμένο δείκτη) στο 0,8% φέτος και εν συνέχεια την σταδιακή μικρή επιτάχυνση της αύξησής του έως κατά 1,9% το 2022, σενάριο όμως που θα αμφισβητηθεί καθώς ο συγκεκριμένος δείκτης υπολείπεται των προβλέψεων σε ολόκληρη την Ευρώπη, παρά την τεράστια ρευστότητα που έχει ρίξει στο σύστημα η ΕΚΤ.
Επίσης, όπως αναφέρεται τα στοιχεία του μεσοπρόθεσμου σχεδίου, επιβράδυνση καταγράφει στην πορεία αύξησης της απασχόλησης (κατά 2,1% το 2017, κατά 1,7% φέτος και μόλις κατά 0,9% το 2022), αλλά και στην αύξηση του αριθμού των μισθωτών.