Αν και κανείς δεν μπορεί να χρεώσει στην Τουρκία παρέκκλιση ή έστω τη χρήση νομικών τεχνασμάτων για την καθυστέρηση της διαδικασίας, ούτε καν τη “λογική” υπερβολή της απαγγελίας κατηγοριών χωρίς ουσιαστική έρευνα, οι πρώτες κινήσεις της Τουρκίας επιτυγχάνουν ακριβώς αυτό, να δημιουργήσουν νευρικότητα στην ελληνική πλευρά, καθώς επιτρέπουν στα media να παίξουν το παιχνίδι του μοχλού πίεσης προς την πολιτική ηγεσία, εξαντλώντας γρηγορότερα την κλεψύδρα του χρόνου υπομονής.
Η νομική διαδικασία που έχουν ακολουθήσει έως τώρα οι τουρκικές αρχές είναι σωστή μέχρι κεραίας, όπως πιστοποιεί και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης το οποίο παρακολουθεί την υπόθεση από πολύ κοντά, ενώ ενημέρωση για την υπόθεση λαμβάνει μέσω συνδέσμου και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC), καθώς εκτός από τα ανθρώπινα δικαιώματα, η υπόθεση έχει προφίλ που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε διακρατική διαφορά.
Μέχρι στιγμής, λοιπόν, δεν γεννάται ανησυχία σε τεχνικο-νομικό επίπεδο από τους χειρισμούς της τουρκικής πλευράς, εκτός από το γεγονός ότι η υπόθεση κλιμακώθηκε από απλό “ατύχημα συγκυρίας” που επιλύεται σε επίπεδο διοικητών μονάδων, σε νομική υπόθεση. Οι λέξεις όμως έχουν ιδιαίτερη σημασία σε τέτοια διπλωματικά θρίλερ, καθώς κρύβουν τις πραγματικές θέσεις, προθέσεις και διαθέσεις των δυο πλευρών.
Για το λόγο αυτό και θέλοντας να επιτύχει διττό στόχο, με το θέμα ασχολήθηκε μετά από ερώτηση δημοσιογράφου και ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Μπεκίρ Μποζντάγ, επισημαίνοντας ότι:
«Η κράτηση των δύο στρατιωτικών στην Τουρκία οι οποίοι πέρασαν στην τουρκική πλευρά από την Ελλάδα δεν αποτελεί ζήτημα για ανταλλαγή. Ούτε η Ελλάδα ζήτησε ανταλλαγή από την τουρκική κυβέρνηση ούτε η τουρκική κυβέρνηση ζήτησε ανταλλαγή από την Ελλάδα»
είπε ο κ. Μποζντάγ. Μιλώντας για την υπόθεση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών είπε ότι
«υποβλήθηκαν σε δικαστική έρευνα με την κατηγορία της παράνομης εισόδου σε απαγορευμένη στρατιωτική ζώνη και της στρατιωτικής κατασκοπείας. Μετά το αίτημα του εισαγγελέα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε την κράτησή τους με την κατηγορία της παράνομης εισόδου σε απαγορευμένη στρατιωτική ζώνη».
Με την προσεκτικά διατυπωμένη δημόσια τοποθέτηση η Τουρκία τηρεί -επιτυχώς- τα προσχήματα απέναντι στους διεθνείς οργανισμούς, καθώς διαμηνύει, από τα πλέον επίσημα χείλη, ότι δεν επιθυμεί την πολιτικοποίηση του ζητήματος. Ωστόσο, στη δήλωση αυτή υπάρχει κρυφό μήνυμα και για την ελληνική κυβέρνηση, το οποίο είναι ορατό μόνο υπό το φακό των εδραιωμένων διπλωματικών και πολιτικών διαύλων διμερούς επικοινωνίας.
Ο Τούρκος κυβερνητικός εκπρόσωπος, που σπανίως -αν έχει ποτέ- κάνει δηλώσεις για την Ελλάδα και τα ελληνοτουρκικά, αναφέρει ότι “ούτε η Ελλάδα ζήτησε ανταλλαγή”, με τον τρόπο αυτό αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο -ίσως να προτρέπει- προς αυτή την κατεύθυνση, άτυπα και εφόσον ζητηθεί από την Ελλάδα. Διαφορετικά θα επέλεγε μια διατύπωση που θα απέρριπτε τη λογική της ανταλλαγής και δεν θα έμενε στο γεγονός ότι δεν έχει τεθεί από τις κυβερνήσεις.
Παράλληλα, σε επικοινωνιακό επίπεδο η Τουρκία επενδύει πάνω στην τρομολαγνεία των media που προβλέπουν ότι η υπόθεση θα τραβήξει σε μάκρος, ενώ τροφοδοτούν από την πρώτη στιγμή με διαρροές mainstream τουρκικά media, δημοσιεύματα τω οποίων αναπαράγονται πιστά και με υψηλούς τόνους από Ελληνικά. Την ίδια στιγμή όμως, το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων της Τουρκίας, το Anadolu, διατηρεί χαμηλούς τόνους, εστιάζοντας στα γεγονότα και κρατώντας τον κανόνα της αλήθειας, ώστε να μην υπάρχει σύγχυση που θα μπερδέψει την ουσιαστική παρασκηνιακή επικοινωνία.
Στόχος της στρατηγικής που ακολουθεί η Τουρκία είναι να πειθαναγκαστεί η ελληνική κυβέρνηση, υπό την ασφυκτική πίεση των ελληνικών media, να θέσει η ίδια θέμα ανταλλαγής μέσω των παρασκηνιακών διαύλων επικοινωνίας. Παράλληλα, επιτυγχάνει να κερδίσει την έξωθεν καλή μαρτυρία για τον χειρισμό της υπόθεσης από τους διεθνείς και υπερεθνικούς οργανισμούς που έχουν ειδοποιηθεί και παρακολουθούν τις εξελίξεις με μεγεθυντικό φακό.
Πολιτικά και διπλωματικά ωθεί την ελληνική πλευρά και τα media να αναδείξουν σε μείζον θέμα, μια υπόθεση ρουτίνας, θέλοντας να κατοχυρώσει ότι το ζήτημα των παραβάσεων συνόρων από στρατιωτικές μονάδες, ακόμα και σε χερσαίο επίπεδο, που είναι πιο σαφή και δεν υπάρχουν αμφισβητήσεις, είναι καθημερινή διαδικασία. Με αυτό τον τρόπο θέλει να συμψηφίσει το γεγονός με το ατύχημα στα Ίμια και να αναγκάσει την Ελλάδα να κατεβάσει τους τόνους στην κριτική που ασκεί, επ αφορμής αυτού του συμβάντος.
Η Τουρκία με νέες προκλήσεις, όπως η NAVTEX επιχειρεί να διεγείρει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά την ελληνική κοινωνία, ενώ εκμεταλλεύεται την προσπάθεια της πολιτικής ηγεσίας να διατηρήσει χαμηλούς τόνους ώστε να μην ανοίξει ευρύτερο θέμα και να κρατήσει ξεκάθαρα εκτός ατζέντας διμερών σχέσεων την υπόθεση των δυο Ελλήνων που συνελήφθησαν λόγω παρέκκλισης της πορείας τους.
Η ελληνική κυβέρνηση, άλλαξε χθες στάση περνώντας από την παραινετική προσέγγιση του αναπληρωτή υπουργού Άμυνας, Φώτη Κουβέλη, που είχε δηλώσει ότι
“ελπίζω η τουρκική πλευρά να αξιολογήσει το ζήτημα στις πραγματικές του διαστάσεις”
στην κλιμάκωση με τον υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά, ο οποίος σε συνεννόηση με το Μέγαρο Μαξίμου, δήλωσε χθες ότι
«η Τουρκία οφείλει να εφαρμόζει τα προβλεπόμενα από το διεθνές δίκαιο και δη το εθιμικό διεθνές δίκαιο και να μην εξελίξει μια καθημερινή διαδικασία σε μεγάλο πολιτικό και νομικό πρόβλημα».
Προς το παρόν, η υπόθεση δεν έχει φτάσει στο ανώτατο επίπεδο και στο Μέγαρο Μαξίμου δεν θα επιθυμούσαν να γίνει κάτι τέτοιο. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είναι σε διαρκή επικοινωνία με τον κ. Κοτζιά και τον υπουργό Εθνικής Αμυνας Πάνο Καμμένο, ο οποίος σήμερα μεταβαίνει στις Βρυξέλλες όπου και θα ενημερώσει τους ομολόγους του, κατά τη σύνοδο του ΝΑΤΟ. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ Ευάγγελος Αποστολάκης παρακολουθεί, επίσης, από πολύ κοντά την υπόθεση των δύο, ενώ από χθες ο αρχηγός ΓΕΣ Αλκιβιάδης Στεφανής βρίσκεται στην Ορεστιάδα.
Η κατάσταση χαρακτηρίζεται επικίνδυνη και από τους Αμερικανούς, οι οποίοι δια στόματος του πρεσβευτή τους στην Αθήνα, Τζέφρι Πάιατ, έχουν κατ επανάληψη προειδοποιήσει για τον κίνδυνο θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο.
Την ένταση φροντίζει να κρατά υψηλά και η Άγκυρα με δηλώσεις υψηλόβαθμων αλλά μη εκτελεστικών παραγόντων, ήτοι των συμβούλων του Ταγίπ Ερντογάν, οι οποίες επίσης αναπαράγονται από τα ελληνικά media με μια εσάνς κατεπείγοντος.
Στην πραγματικότητα, όμως, ο χρόνος λειτουργεί υπέρ της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία μπορεί -υπερβαίνοντας τα media- να την αναδείξει σε μνημείο τουρκικής εμπάθειας, ακόμα και αν αυτό σημαίνει τη μεγάλη καθυστέρηση στον επαναπατρισμό των δυο, προκειμένου να κινηθεί σύμφωνα με το γράμμα της διεθνούς νομιμότητας.