Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής της ΕΚΤ εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με τη δύναμη και την αστάθεια του ευρώ, γεγονός που αποτελεί πηγή αβεβαιότητας, σύμφωνα με τα πρακτικά από τη συνεδρίαση της κεντρικής τράπεζας τον Ιανουάριο.
Όπως αναφέρεται στα πρακτικά, το διοικητικό συμβούλιο συμφώνησε επίσης ότι η γλώσσα που αφορά τη στάση της νομισματικής πολιτικής θα μπορούσε να επανεξεταστεί σε προσεχείς συνεδριάσεις, με ορισμένα μέλη να εκφράζουν την προτίμησή τους για την άρση της μειωτικής μεροληψίας όσον αφορά το QE, από την ανακοίνωση του Διοικητικού Συμβουλίου.
Η επίδραση στην οικονομία της ζώνης του ευρώ θα εξαρτηθεί επίσης από την έκταση και τη συνέχιση της ανατίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Σε αυτό το πλαίσιο, παρατηρήθηκε ότι η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ είχε υποστεί έντονες διακυμάνσεις στο παρελθόν και ότι η μάλλον περιορισμένη ικανότητα των οικονομολόγων να προβλέπουν τις μελλοντικές εξελίξεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου περαιτέρω ανατίμησης του ευρώ, έπρεπε να είναι αναγνωρισμένος.
Εκφράστηκαν επίσης ανησυχίες σχετικά με πρόσφατες δηλώσεις στη διεθνή σκηνή σχετικά με τις εξελίξεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και, γενικότερα, με το γενικό καθεστώς των διεθνών σχέσεων. Η σημασία της τήρησης των συμφωνημένων δηλώσεων για τη συναλλαγματική ισοτιμία τονίστηκε, όπως περιλαμβάνεται στο ανακοινωθέν του Οκτωβρίου 2017 της 36ης συνάντησης της Διεθνούς Νομισματικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής του ΔΝΤ, σύμφωνα με την οποία η υπερβολική μεταβλητότητα ή οι ασταθείς μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις επιπτώσεις στην οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ότι τα μέλη θα απέφευγαν από ανταγωνιστικές υποτιμήσεις και δεν θα είχαν ως στόχο τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες για ανταγωνιστικούς σκοπούς.
Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αναγνώρισαν ευρέως την ανάγκη σταθερότητας στην επικοινωνία, η οποία οδήγησε στην επανεμφάνιση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές του πληθωρισμού, διατηρώντας παράλληλα μια πολιτική χάραξη με βάση το ευρύ φάσμα των υφιστάμενων μέσων πολιτικής και την καθιερωμένη ακολουθία των μέσων πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, επισημάνθηκε ότι η ανακοίνωση για τη νομισματική πολιτική θα συνεχίσει να αναπτύσσεται σύμφωνα με την εξέλιξη της οικονομίας, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΚΤ, με σκοπό την αποφυγή απότομων ή ατασθαλών προσαρμογών σε μεταγενέστερο στάδιο. Ωστόσο, οι αλλαγές στην επικοινωνία θεωρήθηκαν γενικά πρόωρες σε αυτό το σημείο, καθώς οι εξελίξεις στον πληθωρισμό παρέμειναν υποτονικές παρά τον ισχυρό ρυθμό οικονομικής επέκτασης. Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο επανέλαβε τη σταθερή του δέσμευση όσον αφορά τον στόχο του για τη σταθερότητα των τιμών και συγκεκριμένα την εκπλήρωση της υπόσχεσής του να εξασφαλίσει σταθερή απόδοση των ποσοστών πληθωρισμού σε επίπεδα κατώτερα του 2%. Τονίστηκε ότι η νομισματική πολιτική έπρεπε να παραμείνει υπομονετική και επίμονη, ενώ θα έπρεπε να ασκείται σύνεση ως προς την ανακοίνωση του Διοικητικού Συμβουλίου.
Τα μέλη συμφώνησαν σε μεγάλο βαθμό ότι οποιαδήποτε περαιτέρω εξέλιξη της ανακοίνωσης του Διοικητικού Συμβουλίου για τη νομισματική πολιτική θα ήταν βαθμιαία και θα ακολουθούσε τις βελτιώσεις των μεσοπρόθεσμων προοπτικών για τον πληθωρισμό. Η ανακοίνωση θα εξελιχθεί φυσικά σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΚΤ για την πρόοδο του πληθωρισμού στην επίτευξη του στόχου για τον πληθωρισμό του Διοικητικού Συμβουλίου, όπως ορίζεται στα καθορισμένα κριτήρια για μια διαρκή προσαρμογή στην πορεία του πληθωρισμού. Η γλώσσα που αφορά τη στάση της νομισματικής πολιτικής θα μπορούσε να επανεξεταστεί στις αρχές του τρέχοντος έτους ως μέρος της τακτικής επανεκτίμησης στις επικείμενες συνεδριάσεις νομισματικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένα μέλη εξέφρασαν την προτίμησή τους για την άρση της μειωτικής μεροληψίας όσον αφορά την ΕΑΠ από την ανακοίνωση του Διοικητικού Συμβουλίου ως απτή ανταπόκριση της ενισχυμένης εμπιστοσύνης σε μια διαρκή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού. Ωστόσο, συνήχθη το συμπέρασμα ότι μια τέτοια προσαρμογή ήταν πρόωρη και δεν δικαιολογείται ακόμη από την ισχυρότερη εμπιστοσύνη.
Υπενθυμίστηκε επίσης – όπως σε προηγούμενες περιπτώσεις – ότι ακόμη και όταν τερματιστούν οι καθαρές αγορές, η στάση της νομισματικής πολιτικής θα παραμείνει ιδιαίτερα ευνοϊκή, δεδομένου ότι η εξέλιξη του πληθωρισμού θα παραμείνει εξαρτώμενη από τη συνέχιση των επανεπενδύσεων για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, τα σημερινά τους επίπεδα πολύ πριν από το τέλος των καθαρών αγορών ενεργητικού της ΕΚΤ.