Συνθήκες που ευνοούν ή καθιστούν ακόμα και επιτακτική την ανάληψη πρωτοβουλιών επιτάχυνσης των διαδικασιών επίλυσης του Σκοπιανού διαμορφώνονται τα τελευταία 24ωρα τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς, καθώς οι έως τώρα ενδείξεις και οι προσδοκίες για κινήσεις παραγόντων που επιδρούν στο σκηνικό έμμεσα ή άμεσα δημιουργούν την αίσθηση ότι το παράθυρο ευκαιρίας κλείνει προοδευτικά, ενώ ναρκοθετείται περαιτέρω ο οδικός χάρτης.
Το Σκοπιανό “τρέχει” παράλληλα σε αρκετά μέτωπα προκαλώντας εντάσεις και αναταράξεις, καθώς τόσο στην Ελλάδα όσο και στην πΓΔΜ οι πολιτικοκοινωνικές ζυμώσεις δεν έχουν φτάσει ακόμα επιθυμητό σημείο. Ωστόσο τα αντιδραστικά κινήματα είναι πιο αδύναμα απ ότι αναμενόταν, ενώ φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν τα εργαλεία που μπορούν να παρακάμψουν διαδικασίες -προσωρινά- καθώς και η πρόθεση να χρησιμοποιηθούν υπό την αιγίδα της ΕΕ και του ΟΗΕ.
Στην κατεύθυνση αυτή πίεζε εξ αρχής ο ειδικός διαπραγματευτής του ΟΗΕ, Μάθιου Νίμιτς, ζητώντας να μη χαθεί η θετική δυναμική, στάση που φαίνεται ότι υιοθετεί και ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, φωτογραφίζοντας -σε συνέντευξή του στο Euronews- το πλαίσιο του ονόματος που είναι διατεθειμένη να δεχθεί η Ελλάδα, το οποίο κινείται κοντά στο σενάριο της Republica Srbska, που είχε αναδείξει το Crisis Monitor.
Στην Ελλάδα το Σκοπιανό φαίνεται να τίθεται σε πρόγραμμα ταχείας ωρίμανσης, καθώς οι εξελίξεις στην κεντρική πολιτική σκηνή βοηθούν την επικράτηση των μετριοπαθών φωνών, ιδιαίτερα εντός του συντηρητικού πόλου, ενώ δημιουργούνται συνθήκες πολιτικής συνεννόησης. Τα συλλαλητήρια αν και δυναμικά πέτυχαν κυρίως ως προς τους παρεμπίπτοντες σκοπούς τους, ενώ φαίνεται ότι δεν εκπλήρωσαν την προοπτική τους στην κατεύθυνση της αποδυνάμωσης της δυναμικής επίτευξης λύσης.
Οι κοινωνικές αντιδράσεις, όπως αυτές εκδηλώθηκαν στα συλλαλητήρια και από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αξιολογούνται ως ήπιες και διαχειρίσιμες, επιτρέποντας την υλοποίηση των σχεδιασμών, σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών. Από την άλλη πλευρά προβληματισμό δημιουργούν οι εξωτερικές-εξωθεσμικές παρεμβάσεις, όπως της Ρωσίας και της Τουρκίας, οι οποίες στηρίζουν ανοιχτά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, επενδύοντας στους αντικρουόμενους εθνικισμούς στις δυο χώρες.
Αυτό που εξετάζεται, σε αυτή τη φάση, είναι ο χαρακτήρας και η ένταση των επεμβάσεων της Τουρκίας και της Ρωσίας στο πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό και στις δυο χώρες καθώς και η δυνατότητα εφαρμογής αντίρροπων δυνάμεων από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Υπ αυτό το πρίσμα οι πρόσφατες δηλώσεις στήριξης της πΓΔΜ από τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν και οι δηλώσεις του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, ο οποίος στηρίζει την Ελλάδα, εκτιμώντας ότι το βάρος των κινήσεων έγκειται στα Σκόπια, ερμηνεύονται ως εξόφθαλμες παρεμβάσεις.
Οι τοποθετήσεις αυτές, αν και αποτελούν προσπάθεια παρέμβασης στην εν εξελίξει διαδικασία και πυροδότησης κοινωνικών αντιδράσεων, με δεδομένους τους ισχυρούς θρησκευτικούς δεσμούς που διατηρούν Τουρκία και Ρωσία με πΓΔΜ και Ελλάδα αντίστοιχα, εντούτοις δεν κρίνονται -σε ονομαστική αξία- ιδιαίτερα επικίνδυνες. Ωστόσο, προκαλούν ανησυχία καθώς εκλαμβάνονται ως τροχιοδεικτικές βολές.
Από την άλλη πλευρά η Ευρώπη και η βουλγαρική προεδρία έχουν ανάγει την επανέναρξη της διαδικασίας διεύρυνσης σε μείζον θέμα, τροφοδοτώντας εκ νέου την ελπίδα στις έξι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, που είτε βρίσκονται στον προθάλαμο, είτε κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση. Σε αυτό το πλαίσιο, της επίδειξης της ισχυρής πολιτικής βούλησης, εντάσσεται και η προγραμματισθείσα για τις 25 Φεβρουαρίου επίσκεψη του Ζαν Κλωντ Γιούνκερ στα Σκόπια και η περιοδεία του στις χώρες της περιοχής στη συνέχεια, για μια εβδομάδα.
Συνεπώς, η προοπτική νέων πολυεπίπεδων παρεμβάσεων εξωγενών παραγόντων στη διαδικασία επίλυσης του ονοματολογικού, αποτελεί ισχυρό κίνητρο και ικανή βάση για την ανάληψη πρωτοβουλιών επίσπευσης των διαπραγματεύσεων.
Σε πολιτικό επίπεδο στην Ελλάδα, το Μακεδονικό, έχει κατ επανάληψη αποτελέσει ζήτημα πολιτικής εκμετάλλευσης, καθώς οι ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις αποτελούν πολιτικό δέλεαρ, για την ανάπτυξη αντιδραστικών κινημάτων, τα οποία σε συνδυασμό με εμπρηστικές παρεμβάσεις, μπορούν να λειτουργήσουν ως νάρκες στην πρόοδο της διαδικασίας.
Ήδη, το ζήτημα αυτό αποτελεί μείζον πολιτικό θέμα καθώς απειλεί τόσο τη διαδικασία όσο και την κοινωνική συνοχή, δεδομένων των αντιφάσεων και αντικρουόμενων θέσεων που καταγράφονται ανοιχτά στη συντηρητική παράταξη όπου κυριαρχεί η Νέα Δημοκρατία αλλά και ο κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ, οι ΑΝΕΛ.
Το πολιτικό σκηνικό μπορεί ωστόσο να αμβλυνθεί ως συνεπακόλουθο των κομματικών και κοινωνικών διεργασιών που αναμένεται να προκαλέσει η ανάδειξη πολιτικοεπιχειρηματικών σκανδάλων και ενδεχόμενων διώξεων που θα ασκηθούν, ή ακόμα και υπό την προοπτική αυτή.
Στην πΓΔΜ, το πολιτικό σκηνικό παραμένει κατακερματισμένο καθώς το εθνικιστικό VMRO έχει αποδεκατιστεί από τις ποινικές διώξεις κορυφαίων στελεχών και του πρώην πρωθυπουργού Νίκολα Γκρουέφσκι, ενώ η ευρωπαϊκή προοπτική αποτελεί ισχυρό κίνητρο για την επίτευξη κοινωνικής συναίνεσης, καθώς ο πρωθυπουργός της χώρας έχει δεσμευτεί για Δημοψήφισμα για την αποδοχή της λύσης.
Σε κάθε περίπτωση, το σκηνικό παραμένει ευεπίφορο προς κάθε κατεύθυνση καθώς η δυναμική που υπάρχει σε πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο δεν έχει ακόμη αντίστοιχη κοινωνική απήχηση και ως εκ τούτου κινδυνεύει να “καεί”. Η κοινωνική ανταπόκριση έχει προοπτική βελτίωσης, προοπτικά, καθώς το οικονομικό κλίμα βελτιώνεται και η ανάπτυξη εδραιώνεται, ωστόσο κάτι τέτοιο, απαιτεί χρόνο, που δεν είναι σίγουρο ότι υπάρχει.
Συνεκτιμώντας τους παράγοντες αυτούς, την κοινωνική δυναμική και σειρά γεωπολιτικών και γεωοικονομικών δεδομένων, διεθνή think tanks προωθούν σενάριο που προβλέπει την εφαρμογή παράλληλης ώθησης στις διαπραγματεύσεις και την επίτευξη μιας συμφωνίας-ομπρέλα που θα πλαισιώνεται από εφαρμοστικές διατάξεις, οδικό χάρτη και Μνημόνιο συνεργασίας και κατανόησης, θα μπορούσε να αποτελέσει λύση, που θα επιτρέψει στις κοινωνίες να ωριμάσουν παράλληλα με τη λύση απολαμβάνοντας τα οφέλη και το νέο περιβάλλον ασφάλειας.