Θετικές προοπτικές και δυναμική βελτίωσης στα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια βλέπει η Fitch για τις ελληνικές τράπεζες, επισημαίνει ωστόσο ότι ενδεχόμενη αναβάθμιση τους από την κατηγορία Restricted Default θα ακολουθήσει την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα και προϋποθέτει άρση ή ουσιαστική χαλάρωση των capital controls.
Η οίκος εκτιμά ως περιορισμένη, λόγω της σταδιακής αποτύπωσης, την επίδραση των IFRS 9 στα ίδια κεφάλαια, προβλέπει επιτάχυνση της μείωσης των NPE/NPL’s των συστημικών τραπεζών και καταγράφει τον θετικό αντίκτυπο της μείωσης της αβεβαιότητας στην αύξηση των καταθέσεων το τρίτο τρίμηνο του 2017.
«Αναμένουμε μία επιτάχυνση της μείωσης των NPE φέτος, που θα στηριχθεί από την ανάκαμψη της οικονομίας, τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων NPE που έχουν ήδη ανακοινωθεί και την καθιέρωση πέρυσι των ηλεκτρονικών δημοπρασιών και μίας απλοποιημένης εξωδικαστικής διαδικασίας ρυθμίσεων. Η πρόοδος, όμως, θα εξαρτηθεί από ένα σταθερό λειτουργικό περιβάλλον και μία καλά λειτουργούσα αγορά για προβληματικά στοιχεία ενεργητικού».
Από την άλλη πλευρά επισημαίνει την αυξημένη ευαισθησία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος σε όποια επιδείνωση του ελληνικού πλαισίου λειτουργίας τους, λόγω της πολύ αδύναμης ποιότητας του ενεργητικού τους, των μεγάλων εμποδίων από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους (NPEs) και της σφικτής ρευστότητας, αναφέρει σε έκθεσή του ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch.
Όπως επισημαίνει η Fitch, οι ελληνικές τράπεζες είναι πιθανό να διατηρήσουν μία σημαντική εξάρτηση από την έκτακτη βοήθεια ρευστότητας (ELA) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για το μεγαλύτερο μέρος του έτους, με εξαίρεση την Εθνική Τράπεζα. Ωστόσο
«η εξάρτηση μειώνεται, με τη βοήθεια εισροών καταθέσεων, πωλήσεων στοιχείων ενεργητικού, απομόχλευσης, πρόσβασης σε ρέπος της διατραπεζικής αγοράς και έκδοσης καλυμμένων ομολόγων».
O λόγος των NPEs προς τα δάνεια των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών (Alpha, Eurobank, Εθνικής Τράπεζας και Τράπεζας Πειραιώς) είναι εξαιρετικά μεγάλος, κυμαινόμενος από 45% για την Eurobank έως το 55% για την Πειραιώς στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2017, παρά μία περιορισμένη βελτίωση το 2016-17, αναφέρεται στην έκθεση και προστίθεται:
Η καθιέρωση των IFRS 9 (σ.σ.: νέων λογιστικών προτύπων) από την 1η Ιανουαρίου 2018 είναι πιθανό να έχει οδηγήσει σε μία εφάπαξ αύξηση των προβλέψεων των τραπεζών, αλλά η επίπτωση στα εποπτικά κεφάλαια θα είναι περιορισμένη, δεδομένης της μακράς μεταβατικής φάσης. Μόνο το 5% της επίπτωσης θα ληφθεί υπ’ όψιν το 2018, ποσοστό που θα αυξηθεί σταδιακά στο 15% το 2019 και στο 30% το 2020.
Οι ιδιωτικές καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 3,4 δισ. ευρώ (3%) στο διάστημα Ιουλίου – Νοεμβρίου 2017, αντανακλώντας τη μείωση της αβεβαιότητας μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος οικονομικής προσαρμογής τον Ιούνιο του 2017 και μία ισχυρή τουριστική περίοδο. «Αναμένουμε συνέχιση συγκρατημένων εισροών καταθέσεων, καθώς οι νέες καταθέσεις δεν υπόκεινται πλέον σε περιορισμούς αναφορικά με τις αναλήψεις, αλλά η εμπιστοσύνη των καταθετών παραμένει ευαίσθητη στο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον».
Οι ελληνικές τράπεζες θα υποβληθούν σε άσκηση αντοχής (stress test) πριν την ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Η άσκηση αντοχής θα γίνει σε στατική βάση με τους ισολογισμούς των τραπεζών στο τέλος του 2017, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα σχέδια μείωσης των NPE από τις τράπεζες. Οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες έχουν «μαξιλάρια» που θα μπορούσαν να αντέξουν σε μία μέτρια πίεση.