Σε διαδικασία πλήρους και σφαιρικής αξιολόγησης της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στο Σκοπιανό, του πολιτικού κόστους και των γεωπολιτικών επιπλοκών που ενέχει η διαδικασία επίλυσης του ζητήματος, βρίσκονται κυβέρνηση, αντιπολίτευση και οι διεθνείς παράγοντες, καθώς οι πρώτες “νάρκες” πυροδοτήθηκαν σε Ελλάδα και πΓΔΜ, αρκετά νωρίς, δεδομένης της προσδοκώμενης ωρίμανσης στο τέλος του πρώτου εξαμήνου.
Στην Ελλάδα, το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης και αυτό που θα ακολουθήσει στην Αθήνα αποτελεί ένα όχημα για αρκετούς διαφορετικούς και ασύνδετους παίκτες για την επίτευξη επιδιώξεων που δεν συμπίπτουν, ούτε συγκλίνουν. Ταυτόχρονα, αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την κυβέρνηση να μετρήσει τη δυναμική, να αξιολογήσει πρόσωπα και να διαμορφώσει μια σαφή εικόνα των παραγόντων που επηρεάζουν τη λύση καθώς και των ευρύτερων διασυνδέσεων και δικτύων που δρουν συνήθως στις σκιές.
Για τους διοργανωτές το συλλαλητήριο ήταν μια προσπάθεια να δομηθεί ένα εθνικό και απολίτικο μέτωπο, στη βάση του ζητήματος της ονομασίας της πΓΔΜ, το οποίο θα μπλοκάρει τη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων, οδηγώντας σε αδιέξοδο τις διαπραγματεύσεις και καθυστερώντας την εδραίωση της κυριαρχίας ΕΕ και NATO στα Βαλκάνια. Ή ταυτότητα του σκοπού των διοργανωτών προσδιορίζεται έτι περαιτέρω από το προφίλ του επικεφαλής, στρατηγού Φράγκου Φραγκούλη, τον οποίο συνοδεύουν φήμες αλλά και το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίσταση οι επιδιώξεις του συμπίπτουν με αυτές της Ρωσίας.
Πολιτικά, η κυβέρνηση, σε αυτή τη φάση, έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων καθώς θέτει το πλαίσιο του διαλόγου τόσο με την πΓΔΜ όσο και με την κοινωνία, ενώ παράλληλα είναι σε θέση να ζητά πολιτική και έμπρακτη στήριξη από τους εταίρους και τους συμμάχους, ενισχύοντας παράλληλα το πολιτικό της αποτύπωμα. Με τον τρόπο αυτό εφαρμόζει έντονη πίεση στην αντιπολίτευση η οποία οδηγείται σε συμπληγάδες, καθώς από τη μια πλευρά διακυβεύεται η διεθνής της θέση, προσβάσεις και αξιοπιστία και από την άλλη το κοινωνικό της έρεισμα.
Η αξιωματική αντιπολίτευση, από την πλευρά της, προσδιορίζοντας αρκετά υψηλά το πολιτικό κόστος συναίνεσης σε μια λύση, επιδιώκει να χρησιμοποιήσει την κοινωνική αντίδραση ως άλλοθι για να αποφύγει την πολιτική συνεννόηση και ενδεχομένως της συναίνεση, ενώ παράλληλα βιώνει εσωτερική σύγκρουση μεταξύ κεντροδεξιάς και ακροδεξιάς, διακυβεύοντας τη συνοχή της.
Η ελλαδική εκκλησία, επιδιώκει να οικοδομήσει σχέσεις και παρέμβαση στην ανεξάρτητη -ακόμα- εκκλησία της πΓΔΜ, η οποία θα ενταχθεί νομοτελειακά υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με ότι αυτό συνεπάγεται. Παράλληλα όμως, επιδιώκει να συντηρήσει το ρόλο της στην κοινωνία, να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με την πολιτεία και να καθαρίσει τον οίκο της, μέσα από μια μακροσκελή και δύσκολα αντιληπτή διαδικασία, η οποία όμως πυροδοτήθηκε με τη δήλωση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Εκεί η ιεραρχία, αν και διατύπωσε θέση για εθνικά ζητήματα, στα οποία δεν χωράει ο λόγος της, παράλληλα όμως αποκήρυξε απριόρι τα συλλαλητήρια, στέλνοντας σαφές μήνυμα ήρεμης και εθνικά υπεύθυνης δύναμης. Παράλληλα ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μέτρησε, για ακόμα μια φορά, τις δυνάμεις του, καθώς όπως δήλωσε μετά το πέρας του συλλαλητηρίου, σε αυτό -που είχε καταδικαστεί από τη ΔΙΣ- συμμετείχαν μόλις 9 από τους 85 ιεράρχες, στέλνοντας μήνυμα ότι ελέγχει αποτελεσματικά το μεγαλύτερο μέρος του υψηλά ιστάμενων.
Η αντίδραση της εκκλησίας, συνέβαλλε, ουσιαστικά και στη διατήρηση της συνοχής του πολιτικού συστήματος, ενώ προοδευτικά θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση του πολιτικού κόστους. Σε πρώτη φάση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην θρησκευτική αποφόρτιση του κλίματος και ως εκ τούτου περιόρισε τους δυνητικά αντιδρώντες. Εν συνεχεία προετοιμάζει “άσσο” της κοινής θρησκείας για να παιχτεί από την πλευρά της κυβέρνησης στο πλαίσιο της επίτευξης συμφωνίας, ως “αδελφοποίηση” ομόθρησκων λαών.
Από την άλλη πλευρά Ευρωπαϊκή Ένωση και NATO μετρούν τις αντιδράσεις, υπολογίζουν τα αντισταθμιστικά μέτρα και θα μπορέσουν να παράσχουν στην κυβέρνηση τα απαραίτητα πολιτικά, οικονομικά και επικοινωνιακά εργαλεία για τη διαχείριση του κόστους και διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Το σκηνικό στην πΓΔΜ
Αντιστοίχως και στην πΓΔΜ, η προσπάθεια του πρέσβη Βάσκο Ναουμόφσκι να δυναμιτίσει τις διαπραγματεύσεις πριν αυτές αρχίσουν, αποτέλεσε κίνηση που “έκαψε” τον ίδιο, δίνοντας άλλοθι στην κυβέρνηση να τον υποβαθμίσει, αν δεν μπορεί να τον αντικαταστήσει και για τη δημιουργία παράλληλων διαύλων επικοινωνίας σε υψηλό επίπεδο, μεταξύ υπουργών Εξωτερικών και πρωθυπουργών.
Παράλληλα στην πΓΔΜ σε εξέλιξη βρίσκεται και διαδικασία ερευνών και ποινικών διώξεων στελεχών της προηγούμενης κυβέρνησης, μεταξύ των οποίων και του πρώην πρωθυπουργού, Νίκολα Γκρουέφσκι, περιορίζοντας δραστικά τις δυνατότητες αντίδρασης. Πλέον σε θέση ισχύος από το VMRO-DPMNE παραμένει μόνο ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Γκέοργκι ΙΒάνοφ, ο οποίος αντιδρά σε πρωτοβουλίες είτε ευθέως, είτε υποσκάπτοντας.
Καθοριστικός αναμένεται και ο ρόλος της Τουρκίας στην πΓΔΜ, η οποία ελέγχει αφενός τη μουσουλμανική μειονότητα, ενώ είναι και από τους κορυφαίους επενδυτές και εμπορικούς εταίρους της χώρας, δυνατότητες που θέτει υπό διαπραγμάτευση η Άγκυρα τόσο στις διμερείς σχέσεις με την Αθήνα, όσο και στις διαβουλεύσεις με τους Ευρωπαίους. Για το λόγο αυτό η κυβέρνηση Ζάεφ ψήφισε νομοσχέδιο για την αναβάθμιση των αλβανικών ως δεύτερη επίσημη γλώσσα της χώρας, το οποίο ωστόσο δεν υπέγραψε ο πρόεδρος Ιβάνοφ, αναπέμποντας το θέμα στη Βουλή.