Ενδείξεις για ουσιαστική μεταστροφή της στάσης της Γερμανίας στη συζήτηση για την ουσιαστική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και αλλαγή του μίγματος πολιτικής προσφέρει έκθεση του Γερμανικού Ινστιτούτου για την Οικονομική Έρευνα (Deutsches Institut für Wirtschaftsforschung, DIW), το οποίο τίθεται υπέρ της χαλάρωσης των αυστηρών όρων λιτότητας για τα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου.
Το DIW, σύμφωνα με την Berliner Morgenpost, σε working paper, ασκεί έμμεση κριτική στις πολιτικές που επιβλήθηκαν, δια των προγραμμάτων στήριξης στις χώρες του Νότου, υποστηρίζοντας ότι μετά από μια δεκαετία από την έναρξη της κρίσης, Ελλάδα, Ιταλία και Πορτογαλία δεν έχουν επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα ανάπτυξης. Στο paper επισημαίνεται ότι στο πλαίσιο ενός νέου μίγματος πολιτικής κινήτρων και αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των επενδυτών, αλλά και αποκατάστασης της πολιτικής ευελιξίας των κυβερνήσεις απαιτούνται:
«ακόμη και πιο συγκεκριμένες σκέψεις για ένα ενδεχόμενο κούρεμα χρέους θα πρέπει να γίνουν, ούτως ώστε να μεγαλώσει το περιθώριο δράσης των κυβερνήσεων».
Επιπλέον, οι ερευνητές συστήνουν, εν όψει της αυριανής συνάντησης του Εurogroup στις Βρυξέλλες, μείωση της γραφειοκρατίας και των φορολογικών μεταρρυθμίσεων καθώς και ενθάρρυνση των επενδύσεων.
Οι θέσεις αυτές, στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, από ένα think tank γενικά “καθαρό”, χωρίς βεβαρυμένο παρελθόν, ερμηνεύεται ως μια πρώτη κίνηση αλλαγής θέσης και στάσης της Γερμανίας, ενώ η διαρροή μέσα από εφημερίδα του Βερολίνου, τη στιγμή που το SPD της γερμανικής πρωτεύουσας αντιδρούσε στον σχηματισμό κυβέρνησης με τα χριστιανικά κόμματα, αποτελεί ένα ακόμη μήνυμα που δεν πρέπει να μείνει ανερμήνευτο.
Στο κείμενο επισημαίνεται ότι η σκληρή πολιτική λιτότητας και οι δομικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να επιδεινώσουν την οικονομική κατάσταση μιας χώρας σε δημοσιονομική κρίση, εφόσον ταυτόχρονα και τα επιτόκια είναι εξαιρετικά χαμηλά. Ως απόδειξη των ισχυρισμών τους οι ερευνητές του DIW επικαλούνται, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι οι οικονομικές επιδόσεις της Πορτογαλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας, ακόμη και δέκα χρόνια μετά την έναρξη της δημοσιονομικής κρίσης, εξακολουθούν να μην έχουν επανέλθει στα επίπεδα προ αυτής.
Στην ημερήσια διάταξη της συνάντηση των ΥΠΟΙΚ της Ευρωζώνης, που θα πραγματοποιηθεί για πρώτη φορά υπό την προεδρία του Πορτογάλου, Μάριο Σεντένο, βρίσκονται, μεταξύ άλλων, η τελευταία πρόοδος στο τρίτο πρόγραμμα βοήθειας για την Ελλάδα καθώς και η κατάσταση στη Πορτογαλία. Ο Σεντένο, ο οποίος επισκέφτηκε την περασμένη εβδομάδα το Βερολίνο και συναντήθηκε με τον ομοσπονδιακό υπουργό Οικονομικών Πέτερ Αλτμάιερ (CDU), τάχθηκε υπέρ μιας ταχείας μεταρρύθμισης της Ευρωζώνης. Μίλησε για ένα «παράθυρο ευκαιριών», το οποίο όμως δε θα είναι «ανοιχτό» επ’ αόριστον.
«Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης θα πρέπει να αποτελέσει ύψιστη προτεραιότητα», προστίθεται επίσης. Στο ίδιο πλαίσιο συγκαταλέγεται και η εγγύηση καταθέσεων, μέτρο που αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα από τη Γερμανία, το οποίο όμως, κατά την άποψη του Σεντένο, δεν θα πρέπει να επιβαρύνει τα εθνικά συστήματα (οικονομίας). Επίσης κατά τον ίδιο, ο μηχανισμός διάσωσης της Ευρωζώνης θα πρέπει να αναμορφωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε να λειτουργεί ως «δίχτυ» προστασίας για το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (SRF) τραπεζών.
Μια πιο περιεκτική και συνεκτική ανάγνωση και απόδοση του paper, φαίνεται να αποτελεί μια πολιτική πλατφόρμα για την αναπροσαρμογή της εξωτερικής οικονομικής πολιτικής της Γερμανίας και κατ επέκταση της ΕΕ, ώστε να περιοριστεί το χάσμα Βορά-Νότου και να αντιμετωπισθούν προβλήματα που αποδυναμώνουν την ΕΕ.
Η χρονική στιγμή της διαρροής, το μέσο και η ένταση που δόθηκε στη συνέχεια μέσα από την προβολή του θέματος από το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων DW και τις αναδημοσιεύσεις του σε ευρωπαϊκά και ελληνικά media, αποτελούν κινήσεις που εμπεριέχουν ισχυρά πολιτικά μηνύματα τόσο προς τους Ευρωπαίους εταίρους της Γερμανίας, όσο και προς την κοινωνία και τη βάση του SPD, ώστε να πεισθούν για το νέο πολιτικό αποτύπωμα της υπό διαμόρφωση κυβέρνησης “μεγάλου συνασπισμού”.