Συντηρούνται σε επικοινωνιακό επίπεδο οι υψηλοί τόνοι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για την υπόθεση της χορήγησης ασύλου σε έναν από τους οτκώ Τούρκους στρατιωτικούς που ήρθαν στην Ελλάδα την επομένη του αποτυχημένου πραξικοπήματος.
Εκτός από την εσωτερική ένταση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, τις φραστικ΄ςε προκλήσεις συνεχίζει και η Άγκυρα, αυτή τη φορά δια στόματος συμβούλου του Ταγίπ Ενρτογάν και του αντιπροέδρου Χακάν Τσαβούσογλου.
«Η απόδοση ασύλου δεν είναι καθόλου φιλική στάση. Οι τρομοκράτες που αφήσατε ελεύθερους είναι σαν δυναμίτης έτοιμος να εκραγεί και όταν εκραγεί μπορεί να μην μείνει χώρα για να προστατεύσετε»
έγραψε ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης, ενώ σε άλλο tweet
Σε άλλο μήνυμα, ο Τούρκος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης τονίζει πως
«εμείς έχουμε χρέος να τους προειδοποιήσουμε από τώρα φιλικά, αλλά η απόδοση ασύλου δεν είναι καθόλου φιλική στάση»
και προσθέτει σε άκρως επιθετικό ύφος ότι
«οι τρομοκράτες που αφήσατε ελεύθερους σήμερα είναι σαν δυναμίτης έτοιμος να εκραγεί και όταν εκραγεί μπορεί να μην μείνει χώρα για να προστατεύσετε»
Από ελληνικής πλευράς τη σκυτάλη έλαβε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, ο οποίος επέμεινε στην παραπομπή του θέματος στον Άρειο Πάγο, ως πάγια θέση της ελληνικής κυβέρνησης, επισημαίνοντας ότι ο Αρειος Πάγος έχει αποφασίσει να απαγορεύσει την έκδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών, οι οποίοι δεν θα εκδοθούν, ανεξάρτητα από την έκβαση των αιτήσεων ασύλου τους, και η αίτηση ασύλου αφορά την υπαγωγή τους σε καθεστώς προσφυγικής προστασίας, που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τη μη έκδοση, επισημαίνει ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόλουλος, με δύο σχόλια που ανάρτησε στο twitter. Ενώ, ταυτόχρονα, δηλώνει πως “η πολιτική θέση της ελληνικής κυβέρνησης είναι πάντως σαφής: Δεν είναι ευπρόσδεκτοι όσοι υπάρχει υπόνοια ότι εμπλέκονται με το πραξικόπημα στην Τουρκία”.
Σε ό,τι αφορά την προσφυγή της ελληνικής κυβέρνησης κατά της απόφασης της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής τονίζει ότι αυτή έγινε διότι η κυβέρνηση θεωρεί ότι τελικά είναι η Δικαιοσύνη που πρέπει να αποφασίσει για το αν και κατά πόσο δικαιούται ο συγκεκριμένος να υπαχθεί σε καθεστώς προσφυγικής προστασίας, με δεδομένη την τεράστια πολιτική σημασία του ζητήματος που επηρεάζει άμεσα τις σχέσεις με τη γείτονα.