Σε τροχιά εκλογών βρίσκεται -και επισήμως πλέον- η Ιταλία, μετά την υπογραφή του προεδρικού διατάγματος για τη διάλυση της Βουλής, ενώ η εφημερίδα Republica χαρακτηρίζει την εκλογική αναμέτρηση την πλέον αβέβαιη μεταπολεμικά.
Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Σέρτζιο Ματαρέλα, ζήτησε από τον πρωθυπουργό Τζεντιλόνι να παραμείνει στη θέση του, καθώς είναι ορατό το ενδεχόμενο μετεκλογικής ακυβερνησίας, που θα απαιτήσει μακρά θητεία υπηρεσιακής κυβέρνησης. Επικρατέστερη ημερομηνία εκλογών θεωρείται η 4η Μαρτίου.
Η ασφυκτική πίεση της κρίσης οδήγησε σε πολλαπλές διασπάσεις και ανασχεδιασμό του πολιτικού χάρτη, με το κόμμα του Μπερλουσκόνι (τον πάλαι ποτέ «Λαό της Ελευθερίας») να διασπάται σε πέντε κομμάτια και το Δημοκρατικό Κόμμα, σε τουλάχιστον δύο. Tα 10 κόμματα που εισήλθαν στη Βουλή και τη Γερουσία στις εκλογές του 2013 ξεπερνούν πλέον τα 20, ενώ οι βουλευτές και οι γερουσιαστές που ολοκληρώνουν τη θητεία τους σε διαφορετικό κόμμα από αυτό στο οποίο ξεκίνησαν ανέρχονται σε 345, αποτελούν δηλαδή το 36% του συνόλου.
Η κατάσταση περιπλέκεται από την προσπάθεια επανεμφάνισης του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, τις υπόκωφες αλλά υπαρκτές αποσχιστικές τάσεις στο Βορρά, τη διεύρυνση του κοινωνικού χάσματος, την ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού και ξενοφοβικών ρευμάτων, λόγω της κρίσης και του μεταναστευτικού.
Η ανάδυση, για πρώτη φορά, τρίτου πόλου στις εκλογές του 2013 παγιώθηκε, καθώς το Κίνημα 5 Αστέρων εδραιώθηκε και έφθασε να προηγείται στις δημοσκοπήσεις, με ποσοστό που κυμαίνεται περί το 26%. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν περίπου 23% στο κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα και 16% στο Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι, ποσοστό που θα μπορούσε να φθάσει το 30% με την προσθήκη των συμμάχων του, της Λέγκας του Βορρά και των Αδελφών της Ιταλίας. Ακόμη και έτσι, δεν προβλέπεται να υπάρξει κυβερνητική πλειοψηφία, ενώ ο νέος εκλογικός νόμος (Rosatellum), ένα σύστημα κατά τα δύο τρίτα αναλογικό και κατά το ένα τρίτο πλειοψηφικό, δεν ευνοεί τον σχηματισμό σταθερών κυβερνήσεων.
«Μετά τη μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής περιόδου, η Ιταλία κινείται και πάλι», είπε ο Τζεντιλόνι ανακοινώνοντας τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου.
«Θεωρώ σημαντικό το γεγονός ότι επιτύχαμε έναν σημαντικό στόχο αυτής της κυβέρνησης, που ήταν να φθάσουμε σε συντεταγμένη λήξη της πενταετίας».
Η θητεία της Βουλής ξεκίνησε το 2013 με πρωθυπουργό τον Ενρίκο Λέτα, ως επικεφαλής τεχνοκρατικής κυβέρνησης υποστηριζόμενης από το Δημοκρατικό Κόμμα και την Κεντροδεξιά του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, συνεχίστηκε με πρωθυπουργό τον επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος Ματέο Ρέντσι και στήριξη από μικρότερο τμήμα της Κεντροδεξιάς και ολοκληρώνεται με τον Πάολο Τζεντιλόνι.
«Η πολιτική αστάθεια δεν είναι ίδιον μόνον της Ιταλίας», είπε ο Τζεντιλόνι. «Αλλά είναι ένας κίνδυνος που πρέπει να αντιμετωπιστεί με αίσθημα ευθύνης και ικανότητα». Ο Ιταλός πρωθυπουργός έκανε λόγο για ανάκαμψη που δημιούργησε «ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας», αν και οι στατιστικές δείχνουν ότι ένας στους δύο νέους βρίσκεται είτε στην ανεργία είτε σε πρόγραμμα κατάρτισης, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των νέων θέσεων εργασίας είναι θέσεις επισφαλούς ή μερικής απασχόλησης. Η αδυναμία της ιταλικής Κεντροαριστεράς να προσφέρει διέξοδο στα προβλήματα αυτά έχει διαβρώσει την εκλογική της βάση, κατ’ αντιστοιχίαν με όσα συμβαίνουν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Κατά την προεκλογική περίοδο, τα κόμματα αναμένεται να πλειοδοτήσουν σε υποσχέσεις για μείωση των φορολογικών βαρών και για αποτελεσματικότερη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος.