Προσπάθεια να μεταφέρει το κέντρο πίεσης για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας της πΓΔΜ στον κυβερνητικό συνασπισμό κάνει ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκος Μητσοτάκης,εγείροντας ζήτημα δεδηλωμένης σε περίπτωση διαφωνίας των Ανεξάρτητων Ελλήνων, χωρίς ωστόσο να αποσαφηνίζει τη θέση του κόμματός του επί του θέματος.
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Το Βήμα» ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης προειδοποιεί ότι «δεν νοείται εθνική συνεννόηση χωρίς να υπάρξει προηγουμένως συγκεκριμένη και συμφωνημένη πρόταση από τους δύο κυβερνητικούς εταίρους» ακυρώνοντας έτσι την ιδέα για σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όπως αναφέρει ο κ. Μητσοτάκης,
«αν δεν μπορούν να συμφωνήσουν οι κ. Τσίπρας και Καμμένος για ένα μείζον ζήτημα εθνικής σημασίας, ας παραιτηθούν».
Με την κίνηση αυτή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανοίγει επισήμως το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ, επί του οποίου είχε τοποθετηθεί -στο ίδιο μήκος κύματος ο Άδωνις Γεωργιάδης- με στόχο όμως να στρέψει τους προβολείς στην κυβέρνηση ώστε να μετριαστούν οι πιέσεις, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε φυγόκεντρες τάσεις εντός της ΝΔ.
Σε κάθε περίπτωση η αναφορά στο θέμα της ονομασίας σε αυτή τη φάση είναι ενδεικτική της ταχείας ωρίμανσης του θέματος, η προσπάθεια να τεθεί θέμα δεδηλωμένης ως προαπαιτούμενο της συνεννόησης αποκαλύπτει την ένταση των πιέσεων που ασκούνται από το διεθνή παράγοντα στην αντιπολίτευση και η απειλή της πολιτικής αποσταθεροποίησης επί του ιδίου θέματος επιβεβαιώνει την εσωτερική ένταση που βιώνει η Νέα Δημοκρατία.
Με δεδομένη την ισχυρή -και ενδεχομένως αυξανόμενη- επιρροή του Αντώνη Σαμαρά στη Νέα Δημοκρατία, τις πιέσεις που αντιμετωπίζει από δεξιά, το ισχυρό κομματικό έρεισμα στη Μακεδονία και το φόβο της έλλειψης συνοχής σε ένα τόσο καίριο ζήτημα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, φαίνεται ότι αναζητά τρόπο να συσπειρώσει και αφήγημα για να καλύψει τα ρήγματα, που θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα αναδυθούν.
Με το NATO, τις ΗΠΑ και την ΕΕ να πιέζουν για άμεση λύση, τη νέα κυβέρνηση στην πΓΔΜ να κινείται στην κατεύθυνση της οικοδόμησης εμπιστοσύνης ανατρέποντας πολιτικές και αμφισβητώντας εδραιωμένες επί χρόνια αντιλήψεις στη χώρα, ενώ παράλληλα διώκει το σύνολο, σχεδόν, των ανθρώπων της κυβέρνησης Γκρουέφσκι, τα περιθώρια υπαναχώρησης της Ελλάδας με οποιοδήποτε τρόπο είναι μηδενικά, ενώ το επ απειλούμενο κόστος τεράστιο.