Σαφείς ενδείξεις αλλαγής του διεθνούς κλίματος για την Ελλάδα καταγράφονται καθώς πληθαίνουν τα δημοσιεύματα ξένων media που επαινούν τη μεταρρυθμιστική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης και στηρίζουν τις ελληνικές τράπεζες, συμβάλλοντας στην καλλιέργεια του εδάφους για νέες εξόδους στις αγορές και επιβεβαιώνοντας τη μείωση του πολιτικού και οικονομικού ρίσκου της χώρας.
Ένα απ αυτά τα δημοσιεύματα είναι αυτό των Financial Times το οποίο επιχειρεί μια σχετικά σφαιρική απεικόνιση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, βασιζόμενο κυρίως σε δείκτες κλίματος και δυναμικής της οικονομίας, θέλοντας να αποδείξει τη στροφή της χώρας, τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και τις υγιείς προοπτικές.
Το δημοσίευμα έρχεται μετά το επενδυτικό forum της Capital Link στη Νέα Υόρκη, το επιτυχές swap ομολόγων και την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, συντηρώντας τη θετική δυναμική που δημιουργείται, ενώ βοηθάει τη χώρα να επιτρέψει στα ραντάρ των επενδυτών.
Το μπαράζ θετικών ειδήσεων, εξελίξεων, δημοσιευμάτων και ενεργειών δημιουργεί την αίσθηση οργανωμένης επικοινωνιακής στρατηγικής εμπέδωσης της νέας ελληνικής πραγματικότητας στις αγορές, ενώ η επιλογή της χρονικής περιόδου καταδεικνύει διάθεση για επιθετική πολιτική εξόδου στις αγορές, κυρίως για τις τράπεζες, οι οποίες αποτελούν την κατακλείδα του δημοσιεύματος των Financial Times.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, τα πιο πρόσφατα στοιχεία της IHS Markit για τον δείκτη PMI (υπεύθυνων αγορών) στην Ελλάδα κατέδειξαν, την έκτη συνεχόμενη βελτίωση των συνθηκών στη μεταποίηση, ενώ η αύξηση της απασχόλησης ήταν η υψηλότερη στα 18 χρόνια που διεξάγεται η έρευνα της εταιρείας.
«Τα καλά νέα αντανακλώνται στις αποδόσεις των ελληνικών 10ετών κρατικών ομολόγων, οι οποίες μειώθηκαν στο 4,3% από πάνω από 7% στην αρχή του έτους»
σημειώνεται στο δημοσίευμα και προστίθεται ότι ο δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών είναι αυξημένος κατά 16% φέτος, σχετικά λίγο, στα επίπεδα που κυμαινόταν το 2015.
Όπως επισημαίνει ο συντάκτης, υπάρχουν κάποιοι τεχνικοί παράγοντες για την υστέρηση του ελληνικού χρηματιστηρίου. «Πολλές ελληνικές μετοχές έχουν χαμηλή κεφαλαιοποίηση μετά την κρίση, κάτι που σημαίνει ότι λίγοι τραπεζικοί αναλυτές ενδιαφέρονται να τις καλύψουν και τα μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια δεν μπορούν να τις αποκτήσουν», σημειώνει το δημοσίευμα. «Ψυχολογικά», προσθέτει,
«πολλοί επαγγελματίες επενδυτές παραμένουν με τραύματα από προηγούμενες εμπειρίες επενδύσεων τους στην Ελλάδα και δεν είναι ακόμη διατεθειμένοι να αναλάβουν το ρίσκο της καριέρας τους, απομακρυνόμενοι από την ασφάλεια του κοπαδιού».
Ωστόσο, για το smart money, υπάρχουν ευκαιρίες, καθώς μία σειρά βιομηχανικών μετοχών έχουν ισχυρούς ισολογισμούς και διαπραγματεύονται σε όχι απαιτητικά πολλαπλάσια των ελεύθερων ταμειακών ροών τους. Προσθέτει πως εκείνοι που αναζητούν πιο ισχυρή, αν και πολύ πιο επικίνδυνη, επιλογή, μπορεί να κοιτάξουν τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών.
«Οι τράπεζες δεν αποτελούν μόνο τον οικονομικά πιο ευαίσθητο τομέα, αλλά αυτές οι τράπεζες έχουν πολύ υψηλούς κεφαλαιακούς δείκτες, διαπραγματεύονται με μεγάλη έκπτωση σε σχέση με τη λογιστική τους αξία και λειτουργούν σε μία πολύ συγκεντρωμένη λιανική τραπεζική αγορά, η οποία στο μέλλον αναμένεται να είναι επικερδής»
, σημειώνει το δημοσίευμα.