Παρέμβαση που επιδέχεται πολλών ερμηνειών, ως προς τα κίνητρα και τα μηνύματα, πραγματοποίησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, στο πλαίσιο του Διεθνούς Συνεδρίου για τη διαφάνεια, επιρρίπτοντας ευθύνες στην πολιτεία και το πολιτικό προσωπικό για την κρίση αξιοπιστίας που διέρχονται οι θεσμοί.
Αν και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναδεικνύει με απόλυτη ευστοχία το πρόβλημα και τις επιπτώσεις του στην εδραίωση ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης, στη συνέχεια φαίνεται ότι επιδίδεται σε ένα blame game, υποβαθμίζοντας το μείζον θέμα.
Ο Γιάννης Στουρνάρας είπε ότι παρατηρείται ενίσχυση του λαϊκισμού. Όπως ανέφερε,
«ο λαϊκισμός επιτρέπει σε κόμματα, κυβερνήσεις και πολίτες να παραβλέπουν θεσμούς, να παρεμβαίνουν στη λειτουργία τους, να αμφισβητούν τη χρησιμότητά τους, να μην αποδέχονται τις αποφάσεις τους και τις συνέπειες που συνεπάγεται η μη συμμόρφωση».
Αν και σε γενικές γραμμές οι θέσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας εντάσσονται στο πλαίσιο του ρόλου του, ή εν πάσει περιπτώσει τέμνονται με αυτόν, η χρονική συγκυρία που επελέγη για την έκφρασή τους, σε συνδυασμό με την έντονη παρουσία του σε δημόσια φόρα το τελευταίο χρονικό διάστημα, δημιουργούν αίσθηση πολιτικής και όχι θεσμικής παρέμβασης, η οποία, για ακόμη μια φορά, κινείται στα όρια της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση.
Ο Γιάννης Στουρνάρας επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς κατέστησε πολύ δυσχερέστερη την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες χώρες που ακολούθησαν παρόμοια προγράμματα.
Η δήλωση, ενδεχομένως, να αποτελεί γεγονός, ωστόσο, οι λόγοι που οδήγησαν στην αμφισβήτηση της αξιοπιστίας και της επάρκειας των θεσμών, έχουν κατ επανάληψη και διεθνώς προσδιοριστεί και στην αποτυχία τους να παίξουν το ρόλο τους.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς ήταν το σοβαρότερο από τα προβλήματα που αντιμετώπισε η χώρα τα τελευταία επτά χρόνια, καθώς «οι πολίτες έμειναν χωρίς πυξίδα και προοπτική, χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς».
Ο ίδιος εκτίμησε ότι για να επιτύχουμε υψηλούς, αλλά και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, μαζί με κοινωνική δικαιοσύνη, δεν αρκούν η δημοσιονομική προσαρμογή, οι επενδύσεις και η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.
«Πρέπει επίσης, να προσδώσουμε κύρος στους θεσμούς, κάτι που είναι συνώνυμο με την εμπιστοσύνη στο μέλλον. Αδύναμοι, κλειστοί θεσμοί παράγουν αβεβαιότητα και απώλεια προσανατολισμού»
τόνισε, στην ομιλία του.
Παράλληλα άσκησε κριτική στο πολιτικό σύστημα ότι επηρεάστηκε καθοριστικά από τις κοινωνικές αμφιθυμίες και ταλαντεύσεις και προσαρμόσθηκε σ`αυτές, αποφεύγοντας δράσεις που θα δυσαρεστούσαν τους πολίτες ή θα διατάρασσαν τις σχέσεις τους με μεγάλες ή μικρές ομάδες συμφερόντων.
Όπως ανέφερε, το πολιτικό σύστημα επηρεάστηκε καθοριστικά από τις κοινωνικές αμφιθυμίες και ταλαντεύσεις και προσαρμόσθηκε σ΄ αυτές, αποφεύγοντας δράσεις που θα δυσαρεστούσαν τους πολίτες ή θα διατάρασσαν τις σχέσεις τους με μεγάλες ή μικρές ομάδες συμφερόντων.
Επεσήμανε ότι η πελατειακή διάσταση του πολιτικού συστήματος επέδρασε αρνητικά στη λειτουργία των θεσμών.
Όπως διευκρίνισε, οι πελατειακές σχέσεις επέδρασαν καθοριστικά:
- στο ασφαλιστικό σύστημα (βλέπε πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, «ευγενή» και «φτωχά» ταμεία),
- στις αγορές προϊόντων (βλέπε κλειστά επαγγέλματα),
- στην αγορά εργασίας (βλέπε μισθολογικές διαφορές),
- στη δημόσια διοίκηση (βλέπε έλλειψη αξιολόγησης και κινήτρων),
- στο φορολογικό σύστημα (βλέπε απαλλαγές ομάδων, ειδικά καθεστώτα).
Παρατήρησε ότι
«οι ευνοϊκές ρυθμίσεις αυτών των ομάδων δημιούργησαν “χαμένους” και “κερδισμένους”, τροφοδότησαν συγκρούσεις και κυρίως υπονόμευσαν την εμπιστοσύνη και την αποδοχή, τις βασικές δηλαδή προϋποθέσεις για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών».