Εμφανή γίνονται πλέον τα συμπτώματα της σύγκρουσης εξουσιών στην Πολωνία, η οποία επιχειρεί να κινηθεί σε αυτόνομο μονοπάτι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκμεταλλευόμενη τη στρατηγική της θέση για το NATO και τις καλές σχέσεις με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Απόρροια της κλιμακούμενης εσωτερικής και ευρωπαϊκής αντιπαράθεσης για την προσπάθεια μεταρρύθμισης της Δικαιοσύνης, εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου, φαίνεται ότι είναι και η παραίτηση της πρωθυπουργού, Μπεάτα Σίντλο, την οποία καλείται να αντικαταστήσει ο υπουργός Οικονομικών Ματθέος Μοραβιέκι.
Ο νέος πρωθυπουργός προέρχεται από τις τάξεις των αντικομμουνιστών, μετρώντας συλλήψεις και φυλακίσεις σε νερακή ηλικία, ήταν μέλος της “μαχητικής αλληλεγγύης”, έχει σπουδάσει στη Δύση και ήταν οικονομικός σύμβουλος του Ντόναλντ Τουσκ.
Το κυβερνών κόμμα της Πολωνίας στρέφεται προς έναν τραπεζίτη, με εκπαίδευση στη Δύση, για να «πουλήσει» το όραμά του στους συμμάχους του, σύμφωνα με το Bloomberg. Ο πρώην επικεφαλής της τρίτης μεγαλύτερης τράπεζας της Πολωνίας αναλαμβάνει καθήκοντα από την Beata Szydlo, η οποία παραιτήθηκε στα μισά της τετραετούς θητείας της κυβέρνησης.
Σύμφωνα με το Bloomberg, την ώρα που το κυβερνών κόμμα δικαιολόγησε την αλλαγή της πρωθυπουργού από τη «νέα κατάσταση στο εσωτερικό και το εξωτερικό», το μέλος του κόμματος Tomasz Latos έγραψε στο twitter ότι ο ανασχηματισμός ουσιαστικά «έκρυψε» τις αλλαγές για το Ανώτατο Δικαστήριο.
Αλλαγές που εγκρίθηκαν, σύμφωνα με το Reuters, σήμερα από τη Βουλή και αποτελούν μέρος της ευρύτερης αναθεώρησης της δικαστικής εξουσίας της χώρας, που έχει επικρίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Mateusz Morawiecki, 49 ετών, είναι ο αρχιτέκτονας ενός οικονομικού προγράμματος που αύξησε τις κοινωνικές δαπάνες για τις οικογένειες με παιδιά, ενισχύοντας τη στήριξη του κυβερνώντος κόμματος στους ψηφοφόρους.
Βοήθησε επίσης να επιτύχει μεγαλύτερο ρόλο για την κυβέρνηση στην επιχειρηματικότητα, κεντρικό σημείο στην προσπάθεια του κόμματός του να συγκεντρώσει την εξουσία και να απομακρύνει την Πολωνία από ένα μοντέλο που βασίζεται στις ξένες επενδύσεις και την ενσωμάτωση στην ΕΕ και το οποίο κυριάρχησε στην, μετά τον κομμουνισμό, πορεία της, αναφέρεται στο δημοσίευμα.