Την απόφαση να αναβάλει την έκδοση απόφασης για τη μετακίνηση της αμερικανικής πρεσβείας στο Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, από το Τελ Αβίβ που βρίσκεται σήμερα, έλαβε ο Λευκός Οίκος μετά από εσωτερικές και διεθνείς αντιδράσεις που προκάλεσε η διαρροή της πρόθεσης.
Η πιθανότητα ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως την πρωτεύουσα του Ισραήλ έχει προκαλέσει αντιδράσεις όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό από πολλούς Αμερικανούς αξιωματούχους και διπλωμάτες, που φοβούνται ότι μια τέτοια κίνηση θα οδηγούσε στο ξέσπασμα βίας.
Οι προειδοποιήσεις αυτές προστέθηκαν σε μια μακρά σειρά άλλων, ιδίως αυτή του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς, ο οποίος ανέφερε ότι μια τέτοια κίνηση «θα κατέστρεφε την ειρηνευτική διαδικασία». Η Χαμάς εξήγγειλε μια «νέα Ιντιφάντα» σε περίπτωση που οι ΗΠΑ αποφασίσουν μονομερώς να ανακηρύξουν την Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα του Ισραήλ.
«Ο πρόεδρος ήταν σαφής για αυτό το θέμα από την αρχή: το ζήτημα δεν είναι το αν (σ.σ. η αμερικανική πρεσβεία θα μεταφερθεί από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ), το ζήτημα είναι το πότε»
ανέφερε ο Χόγκαν Γκίντλι, εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου.
Η απόφαση θα αναιρούσε την πολιτική της Ουάσιγκτον για δεκαετίες, η οποία προέβλεπε ότι οι ΗΠΑ δεν θα έπαιρναν θέση για το τελικό καθεστώς της ιερής πόλης πριν οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι διαπραγματευθούν και αποφασίσουν από κοινού.
Αν ο Τραμπ προχωρήσει στην κίνηση αυτή, μπορεί να πυροδοτήσει διαδηλώσεις και βία από πλευράς Παλαιστινίων και μουσουλμάνων σε διεθνές επίπεδο.
Ωστόσο οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, τόσο στη Σαουδική Αραβία και το Ιράν όσο και στο Παλαιστινιακό δείχνουν ότι η πολιτική που εφαρμόζει ο Ντόναλντ Τραμπ, μέσω του Τζάρεντ Κούσνερ, έχει αποτελέσματα.
Ήδη με παρέμβαση των ΗΠΑ και της Αιγύπτου υπήρξε
αλλαγή του καταστατικού της Χαμάς
με σιωπηρή αποκήρυξη της Μουσουλμανικής Αδερφότητας,
συμφιλίωση της με τη Φατάχ,
επανένωση της Γάζας με τα παλαιστινιακά εδάφη και
προσέγγιση του Μαχμούντ Αμπάς με τη Σαουδική Αραβία.
Υπ αυτό το πλαίσιο η κίνηση με μετακίνησης της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, στο πλαίσιο αναγνώρισης της ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, μπορεί να χαρακτηρίζεται τώρα προβοκάτσια, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ενταγμένη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δεν θα μπορούσε να είναι αποδεκτή έως και εποικοδομητική.
Σύμφωνα με το Reuters, που επικαλείται ανώτερο Αμερικανό αξιωματούχο, ο Τραμπ θα κάνει την ανακοίνωση πως πλέον η Ουάσινγκτον θεωρεί την Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα του Ισραήλ. Όμως ο γαμπρός και σύμβουλος του Τραμπ, Τζάρεντ Κούσνερ, άφησε να εννοηθεί την Κυριακή ότι δεν έχει ακόμα λάβει οριστική απόφαση.
Στον Κούσνερ έχει ανατεθεί να επανεκκινήσει την ειρηνευτική διαδικασία μεταξύ των Ισραηλινών και των Παλαιστίνιων, η οποία βρίσκεται σε τέλμα εδώ και χρόνια, χωρίς μέχρι τώρα να έχει υπάρξει κάποια πρόοδος.
Ο Τραμπ είχε εξαγγείλει ότι η πρεσβεία θα μεταφερόταν στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2016.
Σύμφωνα με αξιωματούχους, ο Τραμπ θα υπογράψει ξανά τη ρήτρα αναστολής της ισχύος του νόμου του 1995 που προέβλεπε τη μετεγκατάσταση της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ, αλλά θα συνοδεύσει αυτή του την κίνηση με την εντολή προς τους συμβούλους του να αρχίσουν σχεδιασμούς για τη μεταφορά της, χωρίς να κάνει ακόμα σαφές πότε θα ορίσει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.
Εσωτερικές και διεθνείς αντιδράσεις
Το σχέδιο να αναγνωριστεί η Ιερουσαλήμ ως η πρωτεύουσα του Ισραήλ συναντά σθεναρή αντίσταση στην αρμόδια διεύθυνση Υποθέσεων Εγγύς Αναστολής (Near Eastern Affairs bureau, NEA) του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Στελέχη της NEA και αμερικανοί πρεσβευτές που υπηρετούν στην περιοχή «εκφράζουν βαθιές ανησυχίες για αυτό», σημείωσε ο ένας αξιωματούχος, ο οποίος διευκρίνισε πως οι περισσότερες από τις ανησυχίες που εκφράστηκαν αφορούν την «ασφάλεια».
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ παρέπεμψε τις ερωτήσεις για το θέμα στον Λευκό Οίκο. Ο Λευκός Οίκος δεν απάντησε όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει τις ανησυχίες των Αμερικανών διπλωματών.
Σε διεθνές επίπεδο, ο πρεσβευτής της Σαουδικής Αραβίας στις ΗΠΑ Χαλίντ μπιν Σαλμάν εξέδωσε μια ανακοίνωση προειδοποιώντας εναντίον αυτής της κίνησης. Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν εξέφρασε προσωπικά στον Ντόναλντ Τραμπ στη διάρκεια τηλεφωνικής τους συνδιάλεξης την «ανησυχία του», ο υπουργός Εξωτερικών της Ιορδανίας Αϊμάν Σαφάντι προειδοποίησε εναντίον μιας τέτοιας απόφασης τον επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Ρεξ Τίλερσον, ενώ ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) στην αμερικανική πρωτεύουσα, ο Χουσάμ Ζομλότ, έκρινε πως αυτό θα έδινε το «φιλί του θανάτου» στη λύση δύο κρατών στο Μεσανατολικό και θα είχε «καταστροφικές συνέπειες». Περί «καταστροφής» έκανε λόγο τη Δευτέρα και η τουρκική κυβέρνηση.